20/6/09

ΤΖΟΡΤΖ ΜΟΝΠΑΪΟΤ: ΥΠΟΔΟΥΛΗ ΓΝΩΣΗ

Τη χρηματοδότηση για την ακαδημαϊκή έρευνα την έχουν αναλάβει εξολοκλήρου οι εταιρίες.

Γιατί ο διευθυντής του Συμβουλίου Ιατρικής Έρευνας είναι ένας κατασκευαστής τεχνητών χεριών; Γιατί ο διευθυντής στο Συμβούλιο για την Έρευνα του Φυσικού Περιβάλλοντος είναι επικεφαλής μιας κατασκευαστικής εταιρίας; Γιατί ο διευθυντής μιας κτηματομεσιτικής εταιρίας είναι υπεύθυνος για τη χρηματοδότηση της ανώτατης εκπαίδευσης στην Αγγλία;

Επειδή τα πανεπιστήμιά μας μετατρέπονται από την κυβέρνηση σε ερευνητικά τμήματα των μεγάλων εταιριών. Τα πανεπιστήμια δεν επιδιώκουν πια τη γνώση για τη γνώση: τώρα η υπέρτατη φιλοδοξία τους είναι πως θα βρουν τρόπους να βγάλουν χρήματα.

Στο τέλος του περασμένου μήνα έλαβε χώρα μια σιωπηλή ακαδημαϊκή επανάσταση, η οποία αποσιωπήθηκε από τα ΜΜΕ. Τα συμβούλια ερευνών που παρέχουν το 90% της χρηματοδότησης για την ακαδημαϊκή έρευνα στη Βρετανία, έθεσαν ένα νέο όρο για όσους ζητούν επιχορηγήσεις: τώρα θα πρέπει να περιγράφουν τα οικονομικά αποτελέσματα της έρευνας που θέλουν να διεξάγουν. Σύμφωνα με τα συμβούλια, ως αποτέλεσμα ορίζεται η «πρακτική συνεισφορά» της έρευνας στην κοινωνία και την οικονομία. Όμως πώς μπορεί κανείς να περιγράψει την πρακτική συνεισφορά μιας έρευνας που στηρίζεται σε υποθέσεις, πριν καν αυτή διεξαχθεί;

Η γενική ιδέα, σύμφωνα με την κυβέρνηση, είναι να μεταφέρει τη θεωρητική γνώση από τα πανεπιστήμια στη βιομηχανία, ενισχύοντας έτσι την οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου και βοηθώντας τη χώρα να βγει από την ύφεση. Γενικά, αυτό δεν είναι κάτι το μεμπτό. Εντούτοις, θέτοντας αυτό ως βασικό όρο για την επιδίωξη της γνώσης, σίγουρα δε μας πλουτίζει, αλλά μας κάνει φτωχότερους, ενώ τα θαύματα του σύμπαντος υποβιβάζονται σε αριθμούς λογιστικών βιβλίων.

Φανταστείτε τον Κάρολο Δαρβίνο να συμπληρώνει την αίτησή του πριν ξεκινήσει το ταξίδι του με το Μπινγκλ. «Εξηγήστε ποιος θα είναι ο πιθανός αντίκτυπος της έρευνάς σας στην υγεία, τον πλούτο και την κουλτούρα του έθνους. Για παράδειγμα: πώς θα ενισχύσει την παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα και ιδιαίτερα την οικονομική ανταγωνιστικότητα του Ηνωμένου Βασιλείου… Ποια είναι τα ρεαλιστικά χρονικά περιθώρια μέσα στα οποία θα γίνουν ορατά τα οφέλη της έρευνας;» Αν ο Δαρβίνος εξαρτιόταν από την επιχορήγηση κάποιου βρετανικού συμβουλίου έρευνας δε θα είχε ξεκινήσει ποτέ το ταξίδι του.

Βέβαια η κυβέρνηση επιμένει ότι τίποτα ουσιαστικό δεν έχει αλλάξει και ότι ισχύει ακόμη η Αρχή Χαλντέιν, που ορίζει ότι η κυβέρνηση δεν πρέπει να ανακατεύεται στις αποφάσεις για την έρευνα. Οι υπουργοί λένε ότι μόνο τα συμβούλια ερευνών πρέπει να αποφασίζουν ποια έρευνα θα πάρει επιχορήγηση.

Πρόκειται, όμως, για απάτη όμοια μ’ αυτήν που μεταχειρίζονται οι ιδιοκτήτες εφημερίδων. Κάποιοι απ’ αυτούς ισχυρίζονται ότι δεν παρεμβαίνουν στις αποφάσεις που παίρνουν οι εφημερίδες τους. Παρ’ όλα αυτά προσλαμβάνουν αρχισυντάκτες που υποστηρίζουν τις ίδιες ιδέες μ’ αυτούς και ξέρουν ακριβώς τι πρέπει να περιμένουν απ’ αυτούς. Με την ίδια λογική, οι διευθυντές των πέντε συμβουλίων που χρηματοδοτούν τις επιστημονικές έρευνες και οι διευθυντές των τριών συμβουλίων που χρηματοδοτούν την ανώτατη εκπαίδευση (παρέχοντας το συντριπτικό ποσοστό χρηματοδότησης των πανεπιστημίων) είναι ή ήταν ανώτερα στελέχη εταιριών.

Όλοι αυτοί οι διευθυντές είναι υπό την επιτήρηση του υπουργού Επιστήμης και Καινοτομίας, Λόρδου Ντρέισον. Αυτός πριν γίνει υπουργός διετέλεσε διευθυντικό στέλεχος σε μια φαρμακευτική εταιρία με την επωνυμία PowderJect. Είχε αναμειχθεί σε ένα σκάνδαλο που για πολλούς συμβολίζει την απουσία αποτελεσματικών φραγμών ανάμεσα στην κυβέρνηση και τις εμπορικές εταιρίες.

Στις 30 Νοεμβρίου 2001 η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε να αγοράσει μεγάλες ποσότητες εμβολίου για την ευλογιά, το Lister strain. H μόνη εταιρία που διέθετε την απαιτούμενη ποσότητα ήταν η Bavarian Nordic. Στις 6 Δεκεμβρίου 2001 ο Πωλ Ντρέισον ήταν ανάμεσα στους επιχειρηματίες που γευμάτισαν με τον τότε πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ. Την ίδια περίοδο περίπου, ο Ντρέισον έκανε δωρεά στο Εργατικό Κόμμα 50.000 αγγλικές λίρες. Λίγο αργότερα, η κυβέρνηση θέλησε να αγοράσει το εμβόλιο από την Bavarian Nordic, αλλά έμαθαν ότι ήταν αργά, αφού η PowderJect είχε αγοράσει τα δικαιώματα αποκλειστικής διανομής στη Βρετανία. Έτσι η κυβέρνηση έπρεπε να αγοράσει το εμβόλιο από την εταιρία του Ντρέισον. Πλήρωσε 32 εκατομμύρια λίρες στην PowderJect· 20 εκατομμύρια λίρες περισσότερες από όσες πλήρωσε η PowderJect στην Bavarian Nordic. O Τόνι Μπλερ και o Πωλ Ντρέισον αρνήθηκαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις σχετικά με το εάν το Lister strain συζητήθηκε στο πρόγευμα στην Ντάουνινγκ Στριτ. Δεν έγινε σαφές εάν ο Λόρδος Ντρέισον ήταν ενήμερος τότε για την κυβερνητική απόφαση να επιλέξει το Lister strain.

Η περίπτωση του Ντρέισον μοιάζει με τη περίπτωση του Σερ Τζον Κίσχολμ, του προέδρου του Συμβουλίου Ιατρικής Έρευνας. Ο Κίσχολμ είχε ιδρύσει μια εταιρία στρατιωτικού λογισμικού, πριν γίνει κυβερνητικό στέλεχος στην Υπηρεσία Αμυντικών Ερευνών. Ηγήθηκε της προσπάθειας μετατροπής της Υπηρεσίας σε εμπορική εταιρία με όνομα QinetiQ, μέσα από μια διαδικασία ιδιωτικοποίησης που ολοκληρώθηκε όταν ο Ντρέισον ήταν υπουργός Αμυντικών Δαπανών. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας ο Σερ Τζον, πλήρωσε 129.000 λίρες για να αποκτήσει μετοχές της εταιρίας. Αυτές εκτινάχθηκαν στα 26 εκατομμύρια λίρες όταν η QinetiQ ξεκίνησε τη λειτουργία της. Ο πρώην διευθυντής της Υπηρεσίας Αμυντικών Ερευνών περιέγραψε το γεγονός ως «απληστία της άρχουσας τάξης». Ο Λόρδος Γκίλμπερτ, πρώην υπουργός Αμυντικών Δαπανών επισήμανε ότι «ειλικρινά, τα χρήματα που κέρδισαν οι ανώτατοι δημόσιοι λειτουργοί ήταν κάτι το επαίσχυντο. Αυτοί δεν συνεισέφεραν τίποτα στην πρόοδο της εταιρίας, αλλά ήταν η δουλειά του ερευνητικού προσωπικού που έκανε τη διαφορά». Ο Σερ Τζον Κίσχολμ παραμένει πρόεδρος της QinetiQ. Υπάρχει κανείς εκτός κυβέρνησης ο οποίος να πιστεύει ότι τέτοιοι άνθρωποι πρέπει να επιβλέπουν την επιστημονική έρευνα σ’ αυτή τη χώρα; […]

Οι εκθέσεις που γράφονται τώρα για τα οικονομικά αποτελέσματα φροντίζουν ώστε όλοι οι επιστήμονες να γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι δραστηριότητες των πανεπιστημίων είναι πλέον εμπορικές. Οι διακηρύξεις της κυβέρνησης αναφέρουν ότι τα πανεπιστήμια «παρέχουν ήδη κίνητρα (όπως οι αξιολογήσεις για τις προαγωγές)» για να πείσουν τους ερευνητές να συνεργαστούν με τις επιχειρήσεις. Εάν βέβαια μια έρευνα δεν πρόκειται να αποφέρει χρήματα για κάποιον, είναι απίθανο να συνεχιστεί.

Ακόμη και αν κρίνουμε την τακτική αυτή από τους στόχους της, δεν έχει νόημα. Η μακροπρόθεσμη υγεία της οικονομίας της γνώσης εξαρτάται από τις έρευνες που στηρίζονται σε θεωρητικές υποθέσεις και δεν έχουν άμεσα εφαρμόσιμα αποτελέσματα: όταν οι επιστήμονες είναι ελεύθεροι να επιδιώκουν το πάθος τους είναι πιο πιθανό να κάνουν τη μεγαλειώδη τυχαία ανακάλυψη που μπορεί να προσφέρει στην κοινωνία και την οικονομία τεράστια και απρόβλεπτα οφέλη. Εάν όμως οι επιστήμονες είναι αναγκασμένοι να συνεργάζονται με τη βιομηχανία, είναι πιθανότερο να προχωρήσουν σε εφαρμογές της υπάρχουσας γνώσης, παρά να θελήσουν να επεκτείνουν τα όρια του επιστητού.

Η γνώση, όμως, δεν έχει να κάνει μόνο με τα οφέλη. Έχει να κάνει με το αξιοθαύμαστο, με την κατανόηση του κόσμου, με την ομορφιά. Πολλές γνώσεις που αποκτούμε ίσως και να μην έχουν πρακτική εφαρμογή, αλλά κάνουν τον κόσμο ομορφότερο μέρος με μια έννοια που ο Λόρδος Ντρέισον και οι όμοιοί του πρέπει να πασχίσουν πολύ για να την αντιληφθούν.

Δημοσιεύτηκε στην Guardian 12-5-2009.
Ο George Monbiot είναι οικολόγος ακτιβιστής, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Αρθρογραφεί στο Ζmagazine και στην αγγλική εφημερίδα Guardian. www.monbiot.com

Μετάφραση: Μαρία Πατεράκη

Lord Drayson, 17-11-2008. Ομιλία στην British Venture capital Association.http://www.dius.gov.uk/news_and_speeches/speeches/lord_drayson/venture
http://www.epsrc.ac.uk/ResearchFunding/HowToApply/EIFAQs.htm
http://www.epsrc.ac.uk/CMSWeb/Downloads/Other/EIGuidanceForApplicants.pdf
http://www.guardian.co.uk/uk/2004/jun/29/politics.freedomofinformation
http://www.guardian.co.uk

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες