26/1/09

Ζ__ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ #48 Οκτ. 08



Το Νησί του Πάσχα

Δημήτρης Κωνσταντίνου



Στον Ειρηνικό ωκεανό, ένα νησί πλούσιο σε πόρους, γνώρισε την ακμή του μεταξύ 15ου και 16ου αιώνα. Όταν οι δυτικοί εξερευνητές, στις αρχές του 18ου αιώνα, πάτησαν το πόδι τους εκεί, εντυπωσιάστηκαν από τα επιτεύγματα της τοπικής κοινωνίας, η οποία, όμως, βρισκόταν ήδη στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Η βλάστηση είχε εξαφανιστεί, η απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο ήταν πλήρης, ο πληθυσμός μειώθηκε δραματικά και από την έλλειψη τροφίμων οι κάτοικοι οδηγήθηκαν στον κανιβαλισμό.

Γιατί κατέρρευσε η κοινωνία στο νησί του Πάσχα; Όπως εξηγεί ο καθηγητής βιογεωγραφίας στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας Τζ. Ντάιαμοντ, οι κάτοικοι του νησιού επέλεξαν να διαχειριστούν το φυσικό περιβάλλον με έναν πρωτοκαπιταλιστικό, αυτοκαταστροφικό τρόπο. Εκμεταλλεύτηκαν αλόγιστα την ξυλεία των δέντρων και τη γονιμότητα του εδάφους, και χώρισαν τη γη τους σε περιοχές τις οποίες εξουσίαζαν ομάδες πληθυσμού με ανταγωνιστικές σχέσεις. Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με την αύξηση του πληθυσμού, εκμηδένισαν την ικανότητα της μακροπρόθεσμης επιβίωσης.

Όταν η κοινωνία χάσει την αίσθηση της σπουδαιότητας των συλλογικών αγαθών ως προϋπόθεση για την επιβίωση, έναντι ατομικών, βραχυπρόθεσμων, κοντόφθαλμων συμφερόντων, τότε οι κοινωνίες καταρρέουν. Η κοινωνική-οικονομική οργάνωση ρυθμίζει τους βιολογικούς όρους επιβίωσης του ανθρώπου, και γι’ αυτό τα αίτια κατάρρευσης αποδεικνύονται ανθρωπογενή.

Φυσικά, πριν από την τέλεια οργανική κατάρρευση μιας κοινωνίας προηγείται ο πνευματικός εκφυλισμός των μεμονωμένων μελών της. Η απειλή της κατάρρευσης, υπαρκτή σε κάθε κοινωνία, είναι περισσότερο επίκαιρη και ταυτόχρονα παγκόσμια στον καπιταλιστικό 21ο αιώνα. Εάν ο Καστοριάδης είχε δίκιο, και ο άνθρωπος συνιστά πραγματικά ένα τρελό ζώο λόγω του φαντασιακού του, τότε το ισχυρότερο όπλο που διαθέτει ενάντια στην απειλή της κατάρρευσης είναι η φαντασία, στοιχείο που πολεμήθηκε λυσσασμένα από τον καπιταλισμό αμερικανικής και σοβιετικής κοπής. Είναι υποχρέωση του ανθρώπου, μα και νόημα ζωής, να εκμεταλλευτεί τα τεράστια αποθέματα της τρέλας του και να κάνει το πρώτο βήμα: να οραματιστεί μια κοινωνία ριζικά διαφορετική, σπάζοντας τα ασφυκτικά δεσμά που επιβάλλουν οι σημερινοί όροι.

Η πραγμάτωση ενός οράματος, όμως, είναι ένα διαφορετικό στοίχημα. Το ένστικτο της επιβίωσης χαρίζει δύναμη στην παράδοση και κάνει τους ανθρώπους να προτιμούν την πεπατημένη, το χειροπιαστό. Η έμφυτη φοβία μπροστά στο ανεξιχνίαστο μέλλον γεννά τη συντηρητικότητα στις ψυχές. Κι όμως, κάθε κοινωνικό όραμα έχει ανάγκη τη συστράτευση της μάζας των ανθρώπων για να υλοποιηθεί, γι’ αυτό και απαιτείται η μετατροπή του σε συγκεκριμένη πολιτική πρόταση, επεξεργασμένη έτσι, ώστε να δίνει κατευθύνσεις κοινωνικής οργάνωσης και όχι να προκαταλαμβάνει τις αποφάσεις της αυριανής κοινωνίας. Επειδή, ακριβώς, η θεωρία ωχριά μπροστά στην πράξη, της είναι αδύνατον να δώσει προφητικές λύσεις στα προβλήματα που θα προκύψουν. Αυτό είναι ευθύνη και δικαίωμα των αυριανών ανθρώπων που θα τα ζήσουν.

Σήμερα, όμως, την ώρα που ο μεταμοντερνισμός με τη μορφή του σχετικισμού και η δυσφορία επικρατεί, το κίνημα των ανθρώπων οφείλει να καλλιεργεί τις συνθήκες που θα ευνοήσουν την ανατροπή του σκηνικού, αλλά και να προετοιμάζεται για το αύριο, αφού μετά τη δύση του καπιταλισμού ένας «νέος» τρόπος οργάνωσης θα επιλεγεί και πάλι.

Μία επεξεργασμένη, ριζοσπαστική πολιτική πρόταση επιτελεί ταυτόχρονα και τις δύο λειτουργίες. Πρώτον, ευνοεί την ανατροπή, διότι προσφέρεται ως συνεκτικό υλικό που θα ενώσει τους αγωνιζόμενους ανθρώπους και, ταυτόχρονα, παρέχει στην πλατιά κοινωνία αυτό που έχει τόσο ανάγκη, προκειμένου να κάνει το άλμα: κάτι χειροπιαστό, ένα σκιαγράφημα της αυριανής οργάνωσης. Δεύτερον, δίνει τη δυνατότητα στο κίνημα να πρωταγωνιστήσει, κατά την αλλαγή του σκηνικού, προτείνοντας στην κοινωνία κάτι συγκεκριμένο, αντί να παρακολουθεί αμήχανα τις εξελίξεις σε ρόλο κομπάρσου.

Φυσικά, το αποτέλεσμα θα κριθεί από το βαθμό επικοινωνίας που αναπτύσσει το κίνημα με την κοινωνία. Ακόμη και το τελειότερο πολιτικό πρόταγμα, όσο μένει μακριά από το καζάνι της κοινωνίας, αποκλείεται να εφαρμοστεί, όταν το ποτήρι ξεχειλίσει. Οι άνθρωποι θα στραφούν σ’ εκείνο που γνωρίζουν καλύτερα, στο πιο οικείο, δηλαδή στην καλύτερα προπαγανδισμένη πολιτική πρόταση. Επομένως, αντικειμενικός σκοπός του κινήματος είναι και η διάδοση της πολιτικής πρότασης, μετά την επεξεργασία της. Οι δράσεις που συντελούν σ’ αυτήν είναι ποικιλόμορφες, ένα όμως είναι σίγουρο: στόχος είναι πάντα η κοινωνία, η επαφή και η συμπόρευση μαζί της.

Στο πεδίο της κοινωνικής αντίστασης, το σύστημα φροντίζει να μαθαίνει από την ιστορία. Η απόλυτη απαγόρευση και καταστολή των διαδηλώσεων στις πόλεις προκαλεί ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Αντίθετα, η απομόνωση των διαδηλωτών από την κοινωνία είναι προτιμότερη. Η αυστηρή και επίσημη οριοθέτηση του χώρου της διαδήλωσης και η καλλιέργεια πολεμικού κλίματος δημιουργούν συνθήκες κοινωνικού κενού, το φωτογραφικό αρνητικό ενός αποστειρωμένου χώρου (μέσα τα μικρόβια, έξω η υγιής κοινωνία) μέσα στον οποίο ορισμένοι άνθρωποι προσπαθούν απεγνωσμένα να εκπέμψουν ένα μήνυμα αλλά δεν υπάρχουν αποδέκτες να το λάβουν. Λείπει η κοινωνία, και ο έρωτας μένει ανεκπλήρωτος. Εκτός και αν κοινωνία εννοούμε μόνο αυτούς που κατεβαίνουν στους δρόμους και όχι το υπόλοιπο 99% που τέτοιες ώρες προτιμά τον καναπέ.

Το κίνημα έχει ανάγκη από ένα συγκροτημένο πολιτικό πρόταγμα, το οποίο να καταθέσει στις πλατιές μάζες της κοινωνίας. Έχει ανάγκη από ανοιχτές κοινωνικές δράσεις τύπου Νοσότρος, από ανοιχτούς αγώνες τύπου Αχελώου και από διαδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα εντός της κοινωνίας, στους χώρους που αυτή βράζει και αναπνέει, μέσα στην αγορά, στους δρόμους, εκεί όπου θα επικοινωνήσει μαζί της, θα της μοιράσει προκηρύξεις, θα της φωνάξει συνθήματα και θα ακούσει τα δικά της.



ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ[1]



Απόσπασμα από τη συνέντευξη του ΜΑΙΚΛ ΑΛΜΠΕΡΤ στον Ρεμί Γκω



Α΄ ΜΕΡΟΣ



Αν συμφωνούμε ότι πρέπει να πολεμήσουμε τον καπιταλισμό και το νεοφιλελευθερισμό στο έδαφος των αξιών, τότε ποιες είναι οι αξίες που πρέπει να προάγει μια καλή οικονομία;

Νομίζω ότι η οικονομία έχει αρκετές επιπτώσεις στις ανθρώπινες σχέσεις, στο εύρος των επιλογών που έχουμε, στην κατανομή του κοινωνικού προϊόντος, στο βαθμό συμμετοχής του κάθε ανθρώπου στη λήψη αποφάσεων, στις σχέσεις μας με το φυσικό περιβάλλον και στις σχέσεις μας με τις οικονομίες άλλων κοινωνιών. Νομίζω ότι αυτές οι πτυχές παρέχουν μία καλή βάση για τον καθορισμό των σωστών αξιών μιας οικονομίας.

Με αυτή τη λογική, θα προτιμούσα να έχουμε μια οικονομία που προωθεί την αλληλεγγύη, από μια οικονομία που αναγκάζει τους ανθρώπους να είναι αντικοινωνικοί. Θα προτιμούσα να έχουμε μια οικονομία που διευρύνει τις επιλογές και προάγει την ποικιλομορφία τους, παρά μια οικονομία που ομογενοποιεί και περιορίζει τις επιλογές. Θα προτιμούσα να έχουμε μια οικονομία που κατανέμει ακριβοδίκαια τα αγαθά, παρά μια οικονομία που ενισχύει τους λίγους σε βάρος των πολλών. Θα προτιμούσα να έχουμε μια οικονομία στην οποία κάθε άνθρωπος να έχει δικαίωμα λόγου στις αποφάσεις, ανάλογα με το βαθμό που τον επηρεάζουν, παρά να κυριαρχούν αυταρχικές σχέσεις. Θα προτιμούσα να έχουμε μια οικονομία που σέβεται και λαμβάνει υπόψη το περιβάλλον, παρά μια οικονομία που το καταστρέφει. Και θα προτιμούσα να έχουμε μια οικονομία η οποία να συμπεριφέρεται στους λαούς άλλων κοινωνιών με τον ίδιο τρόπο που επιθυμούμε κι εμείς να μας συμπεριφέρονται – αυτό θα ονόμαζα διεθνισμό – παρά μια οικονομία που βλέπει όλους τους άλλους ανθρώπους ως στόχους για εκμετάλλευση.

Φυσικά, θα μπορούσαμε να αναλύσουμε περαιτέρω όλα αυτά τα ζητήματα. Παραδείγματος χάρη, οι θεσμοί μιας οικονομίας και οι ρόλοι που απορρέουν απ’ αυτούς πρέπει να ωθούν κάθε μέλος της κοινωνίας να αναζητά το όφελος, όχι βλάπτοντας ή αδιαφορώντας για τους άλλους, αλλά σε συντονισμό μαζί τους. Ακόμα κι αν είμαστε σε ατομικό επίπεδο, λόγω της ανατροφής μας, άπληστοι και φιλάργυροι, για να πάμε μπροστά πρέπει η οικονομία να απαιτεί από εμάς να φροντίζουμε για το συνολικό κοινωνικό όφελος, επειδή το δικό μας καλό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το κοινό καλό. Αντί οι καλοί άνθρωποι να έρχονται τελευταίοι, όπως συμβαίνει σήμερα, η καλοσύνη θα πρέπει να ενσταλαχτεί μέσα μας, ως απαραίτητο στοιχείο του αγώνα για την πρόοδο. Αυτή πρέπει να είναι το κριτήριο που θα καθορίζει ποιοι θα επιβραβεύονται από την κοινωνία και ποιοι θα μπαίνουν στο περιθώριο.

Επιπλέον, η οικονομία θα πρέπει να διευρύνει τις δυνατότητές μας και να εμπλουτίζει τις επιλογές, όχι να «βάζει όλα τα αυγά σε ένα καλάθι». Δεν θέλουμε μια οικονομία που γεννά ομοιογένεια και υποχρεώνει το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού να την υφίσταται. Δεν επιθυμούμε μια οικονομία που μας κατατάσσει σε μια κοινωνική τάξη με προκαθορισμένη θέση στην κοινωνία, συγκεκριμένη κουλτούρα και χαρακτήρα, αλλά μια οικονομία που διασφαλίζει την ελευθερία επιλογής.

Για είναι δίκαιη, και αυτό είναι ένα σημείο που σηκώνει συζήτηση, νομίζω ότι η οικονομία θα πρέπει να παρέχει εισόδημα στα μέλη της κοινωνίας ανάλογα με την προσπάθεια και τις θυσίες που θα καταβάλλουν για κοινωνικά ωφέλιμη εργασία. Μια οικονομία δεν πρέπει να ανταμείβει την ιδιοκτησία, έτσι ώστε ο Μπιλ Γκέιτζ να απολαμβάνει περισσότερο πλούτο από τον πληθυσμό ολόκληρων χωρών. Δεν πρέπει να ανταμείβει τη δύναμη, έτσι ώστε αυτοί που κατέχουν όπλα ή το μονοπώλιο κάποιων αγαθών να είναι πλούσιοι και οι υπόλοιποι φτωχοί. Δεν πρέπει να ανταμείβει με βάση το τελικό προϊόν, έτσι ώστε εκείνοι που έτυχε να γεννηθούν με ταλέντα ιδιαίτερης εκτίμησης ή εκείνοι που είναι αρκετά τυχεροί ώστε να εργάζονται με καλύτερα εργαλεία, να κερδίζουν περισσότερα λόγω της τύχης τους. Αντί αυτών των βιωμένων καταστάσεων, μια καλή οικονομία πρέπει να εξασφαλίζει ότι κάθε ένας ξεχωριστά και όλοι μαζί θα κερδίζουμε εισόδημα που θα καθορίζεται από τη διάρκεια εργασίας, την έντασή της και από τη δυσκολία της, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι θα παράγονται αγαθά που η κοινωνία θεωρεί σημαντικά.

Για τον τρόπο λήψης αποφάσεων, οι άνθρωποι πρέπει να είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται εύκολα τι συμβαίνει στην οικονομία, όπως επίσης και τις πιθανές επιπτώσεις των διαφορετικών επιλογών, και θα πρέπει να είναι σε θέση να εκφράζουν τις επιλογές που προτιμούν. Η οικονομία θα πρέπει να αποδίδει σε κάθε μέλος της κοινωνίας, μεμονωμένα ή συλλογικά, βαθμό επιρροής ανάλογο με το βαθμό που επηρεάζεται το κάθε μέλος από τις εκάστοτε αποφάσεις. Οι ιδιοκτήτες, οι αρμόδιοι για το σχεδιασμό ή άλλα υποκείμενα δεν πρέπει να αποφασίζουν για τον τρόπο με τον οποίο θα ζουν οι εργαζόμενοι και οι καταναλωτές. Κάθε μέλος πρέπει να αυτοδιαχειρίζεται τη ζωή του, σε αρμονία με τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας.

Όσον αφορά την οικολογία, μια οικονομία πρέπει να λαμβάνει υπόψη με κατάλληλο τρόπο τις επιπτώσεις των ενεργειών στην οικολογική ισορροπία και πρέπει να επιτρέπει στους οικονομικούς παράγοντες να κάνουν επιλογές, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο τις άμεσες και μεσοπρόθεσμες ατομικές και κοινωνικές επιπτώσεις αλλά, επίσης, και τις ευρύτερες και μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές συνέπειες. Μια οικονομία δεν πρέπει να θυσιάζει το αύριο του πλανήτη για το σήμερα, ούτε ακόμη και για το καλό όλων όσων ζούνε σήμερα, πόσο μάλλον για το καλό μιας μικρής σημερινής ελίτ.

Όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις, φυσικά οι δεσμοί μεταξύ των λαών είναι επιθυμητοί. Αυτό που δεν είναι επιθυμητό είναι η σύναψη τέτοιων σχέσεων μεταξύ των εθνών, ώστε εκείνα που είναι ήδη πλούσια και ισχυρά να γίνονται πλουσιότερα και ισχυρότερα, ενώ εκείνα που είναι ήδη λιγότερο πλούσια και πιο αδύναμα να γίνονται φτωχότερα και πιο ανίσχυρα. Οι οικονομίες θα πρέπει να συσχετίζονται μεταξύ τους, βασιζόμενες στις ίδιες κοινωνικές αξίες, που ισχύουν στο εσωτερικό τους. Αυτό είναι «διεθνισμός», και νομίζω ότι σε αυτό θα οδηγήσει το Πάρεκον, ακριβώς όπως ο καπιταλισμός οδηγεί στον ιμπεριαλισμό.

Θα μπορούσαμε να εμβαθύνουμε περισσότερο σ’ αυτές τις αξίες, τις προεκτάσεις τους και την αμοιβαία συμβατότητά τους. Αλλά εάν θέλουμε κάποιες αξίες να καθοδηγούν τη συλλογιστική μας για μια καλύτερη οικονομία, τότε αυτό που είναι ουσιαστικό, κατά την άποψή μου, είναι αυτές οι αξίες να μπορούν να εφαρμοστούν και, ταυτόχρονα, να οδηγούν στην παραγωγή και διάθεση των αγαθών με έναν τρόπο που να ικανοποιεί τις ανάγκες και να αναπτύσσει τις δυνατότητές μας χωρίς σπατάλη των ανεκτίμητων ανθρώπινων ή υλικών πόρων. Αυτό σημαίνει ότι οι αξίες πρέπει να ενσωματώνουν τέτοια κίνητρα, ώστε να υλοποιούνται οι αναγκαίοι στόχοι και να ωφελούμαστε από τις ικανότητες των ανθρώπων. Εάν όλα αυτά είναι δυνατά, με άλλα λόγια εάν μπορούμε να έχουμε μια οικονομία που επιτελεί την παραγωγή, την κατανάλωση και την κατανομή, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει την αλληλεγγύη, την ποικιλομορφία, τη δικαιοσύνη, την αυτοδιαχείριση, την οικολογική ισορροπία και το διεθνισμό, τότε σίγουρα θα πρέπει να προωθήσουμε αυτό το μοντέλο οικονομίας, αντί να συνεχίζουμε να υπομένουμε τη φρικτή καπιταλιστική καταστρατήγηση όλων αυτών που έχουν αξία για μας σήμερα.

Υπάρχει και μια άλλη αξία, εάν εξετάσουμε το ζήτημα από άλλη οπτική γωνία, η οποία αποτελεί επίσης ένα χρήσιμο οδηγό, αν και είναι ίσως λίγο πιο αφηρημένη και με αυτή την έννοια λιγότερο χρήσιμη από τις προηγούμενες. Η αξία αυτή είναι ότι μια οικονομία πρέπει να είναι αταξική. Οι θεσμοί της δεν θα πρέπει να χωρίζουν τους ανθρώπους σε κατηγορίες που πολεμούν και εξουσιάζουν η μία την άλλη.

Ποιες είναι οι βασικές αρχές της συμμετοχικής οικονομίας; Θα μπορούσατε να περιγράψετε εν συντομία πώς βοηθούν αυτές οι αρχές στην προώθηση των αξιών που θεωρείτε σημαντικές;

Η κεντρική ιδέα της συμμετοχικής οικονομίας, ή Πάρεκον, είναι να προσπαθήσει να περιγράψει θεσμούς υπεύθυνους για την παραγωγή, την κατανομή και την κατανάλωση των αγαθών, τέτοιους ώστε να επιτελούν αυτές τις λειτουργίες και, ταυτόχρονα, να εκπληρώνουν και να αναπτύσσουν τις ανθρώπινες δυνατότητες, ενισχύοντας την αλληλεγγύη, την ποικιλομορφία, τη δικαιοσύνη, την αυτοδιαχείριση, την οικολογική ισορροπία και το διεθνισμό. Επομένως, η υποστήριξη του Πάρεκον συνεπάγεται ότι απορρίπτουμε τους θεσμούς που αποτυγχάνουν στα παραπάνω. Παραδείγματος χάρη, δεν είναι δυνατόν κάποιος να έχει αυτές τις αξίες και να προτείνει τη δουλεία ως ένα καλό σύστημα για την καλλιέργεια βαμβακιού. Προφανώς και με τη δουλεία μπορεί να καλλιεργηθεί το βαμβάκι, σίγουρα, αλλά καταστρατηγώντας τις αξίες που ανέφερα.

Παρόμοια, αποδεικνύεται ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία των παραγωγικών πόρων, ο βιομηχανικός καταμερισμός των εργασιών, η ανταμοιβή με βάση τη διαπραγματευτική δύναμη ή την ιδιοκτησία ή ακόμα και το τελικό προϊόν, ο ιεραρχικός τρόπος λήψης αποφάσεων, καθώς και η κατανομή των αγαθών με βάση το σύστημα της ελεύθερης αγοράς ή του κεντρικού σχεδιασμού, έρχονται επίσης σε αντίθεση με τις αξίες που ανέφερα. Έτσι, η φιλοσοφία του Πάρεκον μας ωθεί πέρα από τα γνωστά οικονομικά συστήματα και απαιτεί να διανοηθούμε νέους θεσμούς.

Ο Michael Albert είναι αμερικανός ακτιβιστής και συγγραφέας και μαζί με τη Lyndia Sargent έχουν ιδρύσει το πολιτικό ακτιβιστικό δίκτυο Znet και το περιοδικό Zmagazine. Έχει εισηγηθεί τη συμμετοχική οικονομία.

Ο Remi Gau είναι γάλλος ακτιβιστής.




[1]Participatory economics (PARECON). Oικονομική θεωρία της συμμετοχικής οικονομίας που περιγράφεται στο βιβλίο του Michael Albert, Πάρεκον: Η ζωή μετά τον καπιταλισμό (Parecon: Life after capitalism), σε μετάφραση του Ν. Ράπτη (Παρατηρητής, 2004).



Διάλογος και Δογματισμός

Μάικλ Άλμπερτ

Σκέψεις για τη Συμμετοχική Δημοκρατία αποκλειστικά για τη Βαβυλωνία

Η έλλειψη ανοχής στην αντίθετη άποψη, τις περισσότερες φορές, εμφανίζεται όταν κάποιος έχει περιβάλλει ή ακόμη έχει ταυτίσει τις πολιτικές του θέσεις με την προσωπική του ταυτότητα. Είναι σωστό να είσαι υποστηρικτής κάποιας θέσης, αλλά είναι λάθος να θεωρείς ότι η άποψή σου είναι και η ταυτότητά σου. Και είναι λάθος να θεωρείς ότι, όταν κάποιος ασκεί κριτική στην θέση σου, ασκεί κριτική σε σένα τον ίδιο, και να γίνεσαι επιθετικός ή να ενοχλείσαι. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να πολεμήσουμε. Και αν ο σκοπός σου είναι να φέρεις τη νίκη και την αλλαγή στην κοινωνία, να δημιουργήσεις έναν καινούργιο κόσμο, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να υπερασπίζεσαι μια συγκεκριμένη θέση με κάθε τίμημα. Δεν είναι σωστό να υπερασπίζεσαι μια συγκεκριμένη άποψη μέχρι θανάτου. Υποστηρίζεις, βέβαια, τις ιδέες που πιστεύεις ότι είναι σωστές, αλλά πρέπει να είσαι σε θέση να αντιλαμβάνεσαι και τις αδυναμίες τους, γιατί αυτό που θέλεις είναι η τελική νίκη. Δεν θέλεις να νικήσει η θέση σου, θέλεις να κερδίσει η αλλαγή. Και νίκη της αλλαγής σημαίνει νίκη της καλύτερης άποψης.

Νομίζω ότι αυτά που λέω είναι αυτονόητα. Μπορεί ορισμένες φορές να είναι συναισθηματικά δύσκολο, αλλά πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε. Αυτό που κάνει δύσκολη την εφαρμογή αυτού που λέω είναι ότι, επειδή ζούμε σε έναν κόσμο που είναι τόσο ανταγωνιστικός, τόσο ύπουλος και υπονομευτικός, αποκτήσαμε τη συνήθεια να εκνευριζόμαστε και να συμπεριφερόμαστε χωρίς καμιά ανοχή.

Κάποτε συζητήσαμε για το «ανοιχτό κόμμα». Αυτό που λέμε τώρα είναι πολύ σχετικό και μ’ αυτό το ζήτημα. Είναι μια άλλη διάσταση σχετικά με το τι σημαίνει να έχουμε ένα τέτοιου είδους κόμμα. Αν ο πολιτικός σχηματισμός έχει όραμα και στρατηγική, αλλά το όραμα και η στρατηγική αυτή έχει το χαρακτήρα που προσδίδουν οι φανατικά θρησκευόμενοι στη Βίβλο, αν με άλλα λόγια λέει: «τέλος! αυτό που σου λέω είναι η αλήθεια, και πρέπει να την υπερασπιστούμε και να πολεμήσουμε γι’ αυτή μέχρι θανάτου», τότε υπάρχει πρόβλημα. Αν κάποιος λέει ότι πρέπει να πολεμήσουμε μέχρι θανάτου για να κερδίσουμε έναν καλύτερο κόσμο, δεν έχω πρόβλημα. Αλλά αν κάποιος λέει ότι πρέπει να υπερασπιστούμε και να πολεμήσουμε μέχρι θανάτου για μια συγκεκριμένη άποψη... Φαντάσου η άποψη αυτή να είναι λανθασμένη… Η ιδέα και μόνο μου προκαλεί φρίκη.

Η σωστή θεώρηση είναι ότι πρέπει να αναζητούμε διαρκώς, να προβληματιζόμαστε, να κυνηγάμε την καινοτομία και τη βελτίωση. Και όταν αυτή έρθει, τότε θα πρέπει να είμαστε χαρούμενοι και όχι λυπημένοι. Αν, για παράδειγμα, σε μια συζήτηση κάποιος μου απευθύνει μια προκλητική ερώτηση για τη συμμετοχική οικονομία (που είναι η θεωρία που υποστηρίζω), και αυτή η ερώτηση πραγματικά θίγει τις ιδέες μου, τότε αυτό με διεγείρει, δεν με εκνευρίζει. Γιατί θα κάνει την άποψή μου καλύτερη. Αυτός, νομίζω, είναι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να κάνουμε διάλογο.

Υπάρχει η ανθρώπινη φυσική τάση να επενδύουμε σε κάτι – όπως είπατε, εγώ έχω επενδύσει χρόνο και ενέργεια στη συμμετοχική οικονομία – και να γινόμαστε θερμοί υποστηρικτές του. Μέχρι εδώ καλά, αλλά μερικοί τελικά τυφλώνονται από το πάθος τους, γίνονται ένα με την άποψή τους, και αυτό δεν είναι καλό. Με άλλα λόγια, μπορεί να αισθάνομαι ότι το πιο σημαντικό πράγμα για τη συμμετοχική οικονομία είναι ως θεωρία να εκτιμάται από τους άλλους, γιατί είναι το πνευματικό μου τέκνο. Αλλά αυτό είναι λάθος. Το πιο σημαντικό πράγμα είναι να έχουμε ένα βιώσιμο, αξιόλογο όραμα. Αν η συμμετοχική οικονομία δεν είναι αυτό το εναλλακτικό όραμα που ζητάμε, τότε θα πρέπει να επιθυμώ την απόρριψή της, και πραγματικά θα το ήθελα. Με άλλα λόγια, αυτό που αποζητώ είναι μια εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό που να είναι πραγματοποιήσιμη, αξιόλογη, βιώσιμη, που να μπορεί να εμπνέει κινήματα.

Αν κάποιος αποδείξει ότι υπάρχει πρόβλημα με τη συμμετοχική οικονομία, και εγώ συνεχίζω να την υποστηρίζω παρά το πρόβλημα, τότε είμαι ανόητος και αφελής, και τα κίνητρά μου δεν είναι αυτά που επικαλούμαι. Αυτό που θα πρέπει να υποστηρίζω είναι η αναγκαιότητα ενός καλύτερου οράματος, και όχι το συγκεκριμένο, το οποίο έτυχε να συνδεθώ μαζί του. Αυτή τη στιγμή πιστεύω ότι η συμμετοχική οικονομία είναι το καλύτερο όραμα. Αλλά, αν κάποιος υποστηρίζει το αντίθετο, θα ήθελα να τον ακούσω, και όχι να χάνω το χρόνο μου ασχολούμενος με κάτι εσφαλμένο. Δεν υπάρχει κανένας λόγος. Οφείλω να αναζητώ τα σφάλματα και τις παραλείψεις μου, και αν μπορώ να τα διορθώνω ή, αν δεν διορθώνονται, να αρχίζω από την αρχή.

Νομίζω ότι, σήμερα, το Εγώ μάς πλακώνει και μας συνθλίβει. Αν η ταυτότητά μου, το «εγώ μου» είναι η συμμετοχική οικονομία – και ίσως συμβεί και σε μένα στο μέλλον, και τελικά να εξελιχθούν άσχημα τα πράγματα – τότε κάθε φορά που κάποιος ασκεί κριτική στη συμμετοχική οικονομία θα το αισθανόμουν ως προσωπική επίθεση. Και θα ξεσηκωνόμουν και θα αμυνόμουν. Αυτό κάνουν πολλοί άνθρωποι. Αλλά, αν μπορώ να κρατήσω την ταυτότητά μου μακριά από τη συμμετοχική οικονομία, αν τη συνδέσω μόνο με το αξιόλογο όραμα, ενδεχομένως να αποφύγω αυτή τη συμπεριφορά. Και αυτό οφείλω να κάνω. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, αλλά αυτό πρέπει να προσπαθούμε να κάνουμε, για να μη γινόμαστε δογματικοί. Οφείλουμε να έχουμε στο μυαλό μας το κίνητρο που είναι η τελική νίκη και η δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου, και όχι μια συγκεκριμένη θεωρία. Αν αυτή είναι καλή θα διαρκέσει, αν όχι τότε θα σβήσει.

Ένα ανήσυχο πνεύμα προσπαθεί να προσεγγίσει την πραγματικότητα, ασκώντας συνεχώς κριτική στις θέσεις που πιστεύει. Και διαρκώς προσπαθείς να προωθήσεις τα πράγματα μπροστά. Να βρεις τα σφάλματα και να τα διορθώσεις. Αυτή πρέπει να είναι η προσέγγισή μας. Το σφάλμα που κάνουν συχνά οι πολιτικοί είναι να μετατρέπουν μια συγκεκριμένη ιδεολογική τοποθέτηση σε θρησκεία. Και αυτού του είδους ο δογματισμός δεν είναι τόσο διαφορετικός από τον εθνικο-θρησκευτικό δογματισμό.

Μετάφραση: Νίκος Στυλόπουλος



Η Υπερθέρμανση του πλανήτη – Μέρος Β΄

Γκαρ Λίποφ

Εξαιτίας κάποιων πραγμάτων, όπως το νομοσχέδιο για τη χρεοκοπία των εταιριών και μιας διαδικασίας στις εργασιακές σχέσεις που ευνοεί τους ιδιοκτήτες έναντι των εργαζομένων, οι τελευταίοι χάνουν διαρκώς δικαιώματα. Τα συνδικάτα χάνουν μέλη και δύναμη. Οι γυναίκες εξακολουθούν να μην πληρώνονται το ίδιο με τους άνδρες για την ίδια εργασία, ούτε τυχαίνουν πραγματικής κοινωνικής στήριξης όταν είναι έγκυες. Επίσης, το δικαίωμά τους στην έκτρωση και αντισύλληψη απειλείται. Οι συνθήκες στις θέσεις υψηλής ευθύνης δεν είναι και τόσο ευνοϊκές με τις γυναίκες που καταφέρνουν να αναρριχηθούν. Παράλληλα, οι συνθήκες στα Wal-Mart[1] δεν είναι και τόσο ευγενικές για τις γυναίκες στα κατώτερα εργασιακά στρώματα. Οι Αφροαμερικανοί, Λατίνοι, Ασιάτες, Ινδιάνοι και νησιώτες του Ειρηνικού ωκεανού εξακολουθούν να υφίστανται διακρίσεις εις βάρος τους στις προσλήψεις, στην εκπαίδευση, στην αγορά ή την ενοικίαση στέγης. Αντιμετωπίζουν, επίσης, τη μεροληψία της αστυνομίας και την άνιση απονομή δικαιοσύνης από τα δικαστήρια. Το ίδιο ισχύει για τους ομοφυλόφιλους, τις λεσβίες, τους μπαϊσέξουαλ, τους τραβεστί (GLBT) αλλά και για τους Μουσουλμάνους. Οι τελευταίοι, εντός των ΗΠΑ, ακόμη και χωρίς να κατηγορούνται για αδικήματα σχετικά με την τρομοκρατία, εξακολουθούν να υφίστανται όχι μόνο διάκριση αλλά απέλαση και βασανισμό. (Οι GLBT και οι Μουσουλμάνοι είναι πιθανότατα οι μόνοι άνθρωποι στις ΗΠΑ για τους οποίους μπορείς άνετα να ομολογήσεις ότι τους μισείς χωρίς καμιά συνέπεια). Τα δε άτομα με ειδικές ανάγκες ακόμα αντιμετωπίζουν την προσβλητική απαξίωση των δικαιωμάτων τους, τα οποία οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν παντελώς.

Ένας συνασπισμός των περιβαλλοντικών κινημάτων θα είχε σημαντικούς λόγους για να υποστηρίξει τα περισσότερα κινήματα που αγωνίζονται για ίσα δικαιώματα και, κυρίως, πολλά να προσφέρει στο γενικότερο κίνημα για ελευθερία και ισότητα, όπως ένα πρόγραμμα μαζικής προσφοράς οικολογικών εργασιακών θέσεων. Η επιδείνωση του κλίματος προσφέρει, επιπλέον, ένα συγκεκριμένο παράδειγμα της καταστροφικής αποτυχίας και αναποτελεσματικότητας του συστήματος της ελεύθερης αγοράς. Στο πρακτικό επίπεδο το περιβαλλοντικό κίνημα διαθέτει μια μεγάλη υπαρκτή βάση από εθελοντές και προσωπικό, και μια σημαντική δυνατότητα να προσελκύσει ακόμη περισσότερους ανθρώπους.

Προσφέροντας αυτά τα πλεονεκτήματα σε άλλα κινήματα θα τους δείξουμε ότι αποσκοπούμε σε μια συμμαχία ίσων. Αν δώσουμε τη δέουσα σημασία σε άλλα κινήματα, και προσπαθήσουμε να προάγουμε τις ιδέες μας με τρόπους που προάγουν και τις δικές τους, μπορούμε να ζητήσουμε το ίδιο ως ανταπόδοση. Με αυτόν τον τρόπο, και όχι προσπαθώντας να κάνουμε το θέμα μας επίκεντρο των πάντων, θα αποκτήσουμε ισχυρότερο λαϊκό έρεισμα.

Έτσι το πρόβλημα δεν είναι πώς το περιβαλλοντικό κίνημα θα κερδίσει την υποστήριξη για τις τεχνικές και πολιτικές λύσεις που προτείνει ενάντια στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Αλλά με ποιον τρόπο μπορεί να αναπτυχθεί κάποιου είδους συμμαχία ή συνασπισμός ή ανεπίσημο δίκτυο μεταξύ εργατών, φεμινιστριών, GLBT, αντιρατσιστών, ακτιβιστών για την ειρήνη, για τα δικαιώματα των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες και οικολόγων, έτσι ώστε να διευρυνθεί η δράση. Και αυτό το πρόβλημα αναλύεται σε τρία επιμέρους ερωτήματα. Μπορούμε να ενωθούμε; Μπορούμε να ξεπεράσουμε την κυριαρχία της ανώτερης μεσαίας τάξης, εντός του κινήματος; Μπορούμε να κερδίσουμε, αν τα πετύχουμε αυτά;

Κανένα μεμονωμένο ζήτημα δεν μπορεί να μας χαρίσει το είδος της ενότητας που χρειαζόμαστε, αλλά οι σύγχρονες καταστάσεις ανάγκης που είναι κοινές για όλους μπορούν. Όλο και συχνότερα διαφορετικές οργανώσεις προσπαθούν να προσεγγίσουν η μία την άλλη. Εν τέλει το ζήτημα δεν είναι η δημιουργία μίας απλής συμμαχίας, αλλά μία σύνθεσης, ενός ολοκληρωμένου κινήματος με πυρήνα κοινών αξιών, προγραμμάτων και στρατηγικών, που είναι κάτι περισσότερο από μία πρόσθεση πολλών απομονωμένων μεταξύ τους πολιτικών θέσεων. Χρειάζεται να βρούμε κοινά οράματα.

Ένα κοινό όραμα είναι σπουδαίο ενοποιητικό στοιχείο. Εκτός αυτού, η πρόοδος είναι ευκολότερη εάν έχουμε κάποια ιδέα προς ποια κατεύθυνση επιθυμούμε να προχωρήσουμε. Επιπλέον, το όραμα είναι σημαντικό για να μας οργανώσει. Ακόμη κι αν οι άνθρωποι δεν το έχουν επεξεργαστεί σε βάθος, καταλαβαίνουν ότι οι ριζικές μεταρρυθμίσεις αφορούν τον πυρήνα του συστήματος. Ένα διευρυμένο όραμα για ένα διαφορετικό μέλλον καθιστά πιο εύκολο στα νέα μέλη να αποδεχτούν τόσο τη ριζική κριτική όσο και τις θεμελιώδεις αλλαγές. Αργά ή γρήγορα, σ’ όλους όσους αγωνίζονται σ’ ένα κίνημα ξεπροβάλει το ερώτημα : αν μπορούσαμε να τα κερδίσουμε όλα, τι θα ήταν αυτό το «όλα»;

Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για το οικολογικό κίνημα, γιατί υποψιάζομαι ότι σχεδόν όλοι οι περιβαλλοντικοί στόχοι μπορούν να επιτευχθούν είτε ακούσια, κερδίζοντας άλλες μάχες, είτε ενσωματώνοντας τους περιβαλλοντικούς στόχους σε νέους θεσμούς που θα δημιουργηθούν για τη λύση άλλων κοινωνικών προβλημάτων.

Ένα τέτοιο προοδευτικό οικονομικό όραμα είναι το Πάρεκον[2] των Μάικλ Άλμπερτ και Ρόμπιν Χάνελ. To Πάρεκον αποσκοπεί σε μια πραγματικά αταξική κοινωνία, όπου τα μέσα παραγωγής ανήκουν στην κοινωνία. Επιπλέον, στο όραμα αυτό επανεξετάζεται η άποψη ότι κάποιοι πρέπει να μονοπωλούν τη λήψη των αποφάσεων, ή τη δημιουργική, ευχάριστη εργασία, ή αυτή που χαρίζει δύναμη λόγω της φύσης της, ενώ άλλοι πρέπει να είναι κολλημένοι σε μονότονα και δυσάρεστα επαγγέλματα. Αφού τα επαγγέλματα σε κάθε περίπτωση αποτελούνται από πολλαπλά καθήκοντα, γιατί να μην κατανέμονται εξίσου και τα καθήκοντα που χαρίζουν δύναμη αλλά και τα μονότονα, και τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα , μεταξύ των διαφορετικών επαγγελμάτων; Αυτό εξαλείφει τις ταξικές διαφορές μεταξύ των επαγγελμάτων. Η παραγωγή ρυθμίζεται μέσω επαναλαμβανόμενου σχεδιασμού, στον οποίο οι εργαζόμενοι και οι καταναλωτές προτείνουν εργασιακά και καταναλωτικά πλάνα βασιζόμενα σε ενδεικτικές τιμές. Οι τιμές προσαρμόζονται προς τα πάνω ή κάτω ανάλογα με την παραπανίσια ή την ανεπαρκή ζήτηση. Τα σχέδια υποβάλλονται και οι προτάσεις απορρίπτονται μέχρι η προσφορά και η ζήτηση να έρθουν σε ισορροπία.

Ποιες είναι οι περιβαλλοντικές προεκτάσεις αυτού; Δεδομένης της οικονομικής ισότητας που χαρακτηρίζει την πρόταση, η αντίσταση στους οικολογικούς φόρους εξουδετερώνεται. Το Πάρεκον δεν δημιουργεί μεγάλες πανίσχυρες κλίκες ιδιοκτητών που επωφελούνται μολύνοντας, χωρίς να υφίστανται τις συνέπειες. Και σε μία κοινωνία με ίσα εισοδήματα η διάκριση στον τρόπο φορολόγησης ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς εξανεμίζεται. Κατά παρόμοιο τρόπο, η απουσία ταξικών συγκρούσεων θα εξάλειφε μια σημαντική αιτία αναποτελεσματικότητας.[…]

Πάντως, ενώ συζητάμε για το συγκεκριμένο οικονομικό μοντέλο, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι τα οικονομικά οράματα δεν είναι τα μοναδικά που μπορούν να συνεισφέρουν στην αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Πολλές τοξίνες επιδρούν δυσανάλογα στις γυναίκες σε σχέση με τους άντρες. Μεγάλα ποσοστά τοξικής μόλυνσης εμφανίζονται στις κοινότητες των έγχρωμων ανθρώπων, γιατί έχουν λιγότερη δύναμη ν΄ αντισταθούν. Ο περιβαλλοντικός ρατσισμός και ο περιβαλλοντικός σεξισμός είναι και οι δυο περιπτώσεις αδικίας. Γι’ αυτό είμαι πεπεισμένος ότι οι νίκες για τις γυναίκες, τους έγχρωμους ανθρώπους, τους GLBT, τα άτομα με ειδικές ανάγκες ή όποια άλλη καταπιεσμένη ομάδα, είναι ταυτόχρονα νίκες και για το περιβάλλον. Κάθε όραμα για έναν καλύτερο κόσμο είναι επίσης όραμα για έναν πιο οικολογικό κόσμο, είτε ακούσια είτε λόγω της δημιουργίας θεσμών που θα είναι ευαίσθητοι στα περιβαλλοντικά ζητήματα.

Ο Gar Lipow ασχολείται πολλά χρόνια με τον ακτιβισμό για ζητήματα περιβάλλοντος και είναι συγγραφέας με ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις.

Μετάφραση: Μιχάλης Παπαδόπουλος




[1] Η μεγαλύτερη εταιρεία πολυκαταστημάτων στις ΗΠΑ.

[2] PARECON: Participatory economics. Oικονομική θεωρία της συμμετοχικής οικονομίας που περιγράφεται στο βιβλίο του Michael Albert, Πάρεκον: Η ζωή μετά τον καπιταλισμό (Parecon: Life after capitalism), σε μετάφραση του Ν. Ράπτη (Παρατηρητής, 2004).



Υποκριτές Όλου του Κόσμου, Ενωθείτε!

Τζορτζ Μονμπάιοτ

Τουλάχιστον εμείς έχουμε κάποια ιδανικά, για τα οποία να φανούμε ανάξιοι.

Στο καινούργιο της βιβλίο, Not in my Name, η Τζούλι Μπέρτσιλ εκφράζει τη μεγάλη της οργή για την υποκρισία των οικολόγων. Επιδεικνύουμε, λέει, απέναντι στην ανθρωπότητα φαρισαϊσμό και περιφρόνηση. Είμαστε όλοι μας αριστοκράτες και πλούσιοι, που είδαμε την οικολογία ως μία νέα ευκαιρία να κάνουμε κήρυγμα στους φτωχούς. Λέμε στους άλλους ανθρώπους να ζουν με κανόνες που εμείς οι ίδιοι δεν εφαρμόζουμε.

Όπως όλα τα στερεότυπα, αυτοί οι ισχυρισμοί είναι προϊόν τεμπελιάς, ακούγονται οικείοι και εν μέρει αληθινοί. Η Μπέρτσιλ δεν ξέρει τίποτα από οικολογία και, σχεδόν από πείσμα, δεν σκοτίστηκε να μάθει, αλλά, όταν χρησιμοποιείς ένα όπλο, είναι πολύ πιθανό να πετύχεις κάποιον. Αλήθεια, πολλοί διακεκριμένοι οικολόγοι είναι σικ αλήτες όπως εγώ. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για δημοσιογράφους, πολιτικούς, καλλιτέχνες, ακαδημαϊκούς, επιχειρηματίες· ουσιαστικά, σχεδόν για όλα τα δημόσια πρόσωπα. Όμως πάντα οι οικολόγοι είναι αυτοί που απομονώνονται από το σύνολο. Στην ουσία, ενώ η ανώτερη μεσαία τάξη υπερπροβάλλεται, όπως πάντα, από τα ΜΜΕ, το κίνημα διαχέεται σε όλες τις τάξεις. Μία πρόσφατη δημοσκόπηση ανέδειξε ότι το ποσοστό των ανθρώπων από τις κατώτερες τάξεις, το οποίο πιστεύει ότι η κυβέρνηση πρέπει να δώσει προτεραιότητα στο περιβάλλον έναντι της οικονομίας, είναι μεγαλύτερο (56%) σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό των ανθρώπων από τις ανώτερες τάξεις (47%).[1]

Η οικολογία είναι το πιο πολύπλευρο, πολιτικά, κίνημα στην ιστορία. Σε οικολογικές εκδηλώσεις έχω συναντήσει αναρχικούς, κομμουνιστές, σοσιαλιστές, ελευθεριακούς, συντηρητικούς και, κυρίως, πραγματιστές. Θυμάμαι μία φορά που καθόμουν σε μία εκδήλωση και θαύμαζα την ιδιορρυθμία της συμμαχίας μας. Στην μπροστινή σειρά κάθονταν ντόπιοι γαιοκτήμονες: ταξίαρχοι με τουίντ και τεράστια μουστάκια, αριστοκράτισσες με ταγιέρ και καπέλα. Στη μέση ήταν οι αστοί κάθε είδους και μεγέθους. Πίσω στέκονταν μία πολύχρωμη μάζα από φρικιά, τέτοια που δεν είχα ξαναδεί. Το κοινό αυτό θα διαφωνούσε για κάθε άλλο ζήτημα στον κόσμο – αν κάποιος μάς ρωτούσε τι μέρα της εβδομάδας ήταν, θα καταλήγαμε σε γρονθοκοπήματα – αλλά καθένας από μας αναγνώριζε ότι η ποιότητα της ζωής μας εξαρτάται από την ποιότητα του περιβάλλοντος.

Το περιβάλλον συνδέεται άρρηκτα με την κοινωνική δικαιοσύνη. Για παράδειγμα, η κλιματική αλλαγή αφορά κυρίως το νερό και την τροφή. Απειλεί τα αποθέματα πόσιμου νερού που απαιτούνται για την ανθρώπινη ζωή. Ενώ ο υδροφόρος ορίζοντας στερεύει και τα παγόβουνα (που τροφοδοτούν πολλά ποτάμια τα οποία χρησιμεύουν για πότισμα) λιώνουν, η κλιματική αλλαγή αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη απ’ όλες τις απειλές για το μέλλον των φτωχών ανθρώπων. Οι πλούσιοι θα επιβιώσουν για λίγες δεκαετίες ακόμη, αφού μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα πλούτη τους για να προστατευτούν από τις επιπτώσεις. Οι φτωχοί, όμως, έχουν ήδη αρχίσει να πλήττονται.

Σίγουρα, είμαστε υποκριτές. Ίσως όλοι μας, εξ ορισμού. Υποκρισία είναι το χάσμα που στέκει μεταξύ των πράξεων και των ιδανικών μας. Οι οικολόγοι έχουν υψηλά ιδανικά – θέλουν να ζήσουν πιο ηθικά – και πάντα αποδεικνύονται ανάξιοί τους. Όμως, η εναλλακτική επιλογή, αντί για την υποκρισία, δεν είναι η ηθική τελειότητα (κανείς δεν το πετυχαίνει αυτό) αλλά ο κυνισμός.

Στην πραγματικότητα, άνθρωποι όπως η Τζούλι Μπέρτσελ – η οποία τυχαίνει να είναι κατά πολύ πλουσιότερη από κάθε οικολόγο που γνωρίζω – είναι εκείνοι οι οποίοι αντιμετωπίζουν τους φτωχούς με περιφρόνηση. Προκειμένου να απολαμβάνουν αυτό που η Μπέρτσελ αποκαλεί «ριψοκίνδυνο, ρομαντικό μοντερνισμό», κάποιοι άνθρωποι πρέπει να θυσιαστούν. Τουλάχιστον δεν μπορείς να την κατηγορήσεις για υποκρισία: είναι αδύνατο να φανεί ανάξια κάποιου ηθικού κώδικα, αφού δεν διαθέτει κανέναν.

Προσωπικά θα διάλεγα την υποκρισία.

Ο George Monbiot είναι οικολόγος ακτιβιστής, δημοσιογράφος και συγγραφέας των βιβλίων Heat: Πώς να σώσουμε τον πλανήτη μας από το φαινόμενο του θερμοκηπίου, εκδόσεις Ψυχογιός 2008 και Η εποχή της συναίνεσης: Μανιφέστο για μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, εκδόσεις Ψυχογιός 2005. Αρθρογραφεί στο Ζmagazine και στην αγγλική εφημερίδα Guardian.

Μετάφραση: Δημήτρης Κωνσταντίνου




[1] The Guardian, ICM poll 2-7-08.



Το Shock Doctrine της Ναόμι Κλέιν

Στέφαν Λέντμαν

Σε μια προσπάθεια γνωριμίας με το σπουδαίο έργο της Ναόμι Κλάιν «The Shock Doctrine: The Rise of Disaster Capitalism» (Το Δόγμα του Σοκ: Η Άνοδος του Καπιταλισμού της Συμφοράς, Στμ), επιλέξαμε να δημοσιεύσουμε τη σύνοψη του Στέφαν Λέντμαν. Μετά το εισαγωγικό κείμενο του προηγούμενου φύλλου, συνεχίζουμε με συγκεκριμένα παραδείγματα λαών, όπως τα παραθέτει η Κλάιν στο βιβλίο της, στα οποία εφαρμόστηκε αυτό το δόγμα του Μίλτον Φρίντμαν.

Μέρος 4: Χαμένοι στη Μετάβαση. Κλείνοντας την πόρτα στην Ιστορία

Η Ρωσία επιλέγει την «Εκδοχή Πινοσέτ»

Ο άνθρωπος που πυροδότησε την πολιτική και κοινωνική αλλαγή στη Ρωσία δεν παρέμεινε στην εξουσία αρκετό χρόνο, ώστε να ηγηθεί αυτής. Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ έγινε επικεφαλής του ΚΚΣΕ τον Μάρτιο του 1985, θεωρώντας ότι η οικονομία είχε βαλτώσει και απαιτούσε αλλαγή. Η λύση του ήταν η γκλασνόστ (φιλελεύθερο άνοιγμα-διαφάνεια) και η περεστρόικα (αναδόμηση), και η ΕΣΣΔ δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια. Ως τις αρχές της δεκαετίας του '90 ο Τύπος είχε απελευθερωθεί, το συνταγματικό δικαστήριο έγινε ανεξάρτητο και διενεργήθηκαν εκλογές για τη Βουλή της Ρωσίας, τα τοπικά συμβούλια, τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο. Ο Γκορμπατσόφ έδειχνε προτίμηση σε μία σκανδιναβικού τύπου σοσιαλδημοκρατία, συνδυάζοντας τον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς με ισχυρή κοινωνική προστασία. Ήλπιζε να οικοδομήσει ένα «σοσιαλιστικό φάρο για όλη την ανθρωπότητα». Δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία.

Ενώ ήταν ακόμη στην εξουσία, το 1991 στη σύνοδο των G7 στο Λονδίνο, οι συνάδελφοί του αρχηγοί κρατών τού πρότειναν τη λύση της ελεύθερης αγοράς στο στυλ της Σχολής του Σικάγο. Αργότερα, το Παγκόσμιο Νομισματικό Ταμείο (ΠΝΤ), η Παγκόσμια Τράπεζα και άλλες διεθνείς πιστωτικές υπηρεσίες την επέβαλλαν. Τα χρέη της σοβιετικής εποχής έπρεπε να εξοφληθούν και η οικονομική βοήθεια εξαρτιόταν από την υιοθέτηση των κανόνων της θεραπείας του σοκ. Η Σοβιετική Ένωση σύντομα διαλύθηκε, ο Γκορμπατσόφ απομακρύνθηκε, ο Μπορίς Γιέλτσιν έγινε πρόεδρος της Ρωσίας και ο φονταμενταλισμός της Σχολής του Σικάγο υιοθετήθηκε ως «μεταρρύθμιση». Η Κλάιν αποκαλεί αυτό που ακολούθησε «ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα που διαπράχθηκε εναντίον μίας δημοκρατίας (σε καιρό ειρήνης) στη σύγχρονη ιστορία».

Ο Γιέλτσιν κάλεσε μία ομάδα από φανατικούς της Σχολής του Σικάγο για να ξαναφτιάξουν την οικονομία. Ο Τζέφρι Σακς εμφανίστηκε μαζί με άλλους ειδικούς της μετάβασης, χρηματοδοτούμενους από τις ΗΠΑ, για να βοηθήσουν να συνταχθούν τα ανάλογα διατάγματα ιδιωτικοποίησης, να στήσουν ένα χρηματιστήριο στο στυλ της Νέας Υόρκης και να κατασκευάσουν από την αρχή, ολοκληρωτικά και ριζικά, μια οικονομία που ήταν επί καιρό συνηθισμένη στον κεντρικό σχεδιασμό. Μόνο ένα πράγμα έστεκε εμπόδιο – η δημοκρατία και ένα κοινοβούλιο ικανό να καταψηφίσει τα σχέδια της ομάδας του Γιέλτσιν. Η σύγκρουση κορυφώθηκε την άνοιξη του 1993, όταν ο προϋπολογισμός του κοινοβουλίου παρέκκλινε από τις επιταγές του ΠΝΤ για αυστηρή λιτότητα. Ο Γιέλτσιν αντέδρασε σύμφωνα με το μοντέλο Πινοσέτ. Εξέδωσε το διάταγμα 1400, διαλύοντας τη Βουλή και καταργώντας το σύνταγμα. Δύο ημέρες αργότερα, το κοινοβούλιο ψήφισε, με 636 ψήφους υπέρ και 2 κατά, την παραπομπή του, και οι γραμμές της μάχης είχαν χαραχθεί.

Ο Γιέλτσιν έστειλε στρατεύματα να περικυκλώσουν το κοινοβούλιο και έκοψε το ηλεκτρικό ρεύμα, τη θέρμανση και τις τηλεφωνικές γραμμές. Ο στρατός τον υποστήριξε και αυτός προχώρησε ακάθεκτος, διαλύοντας όλα τα αστικά και επαρχιακά συμβούλια της χώρας. Στις 4 Οκτωβρίου 1993 διέταξε το στρατό να εισβάλει στο κοινοβούλιο, να το πυρπολήσει και να «υπερασπιστεί τη νέα καπιταλιστική οικονομία της Ρωσίας από τη σοβαρή απειλή της δημοκρατίας». Η επίθεση κόστισε περίπου 500 ανθρώπινες ζωές και χίλιους τραυματίες, ενώ υποστηρίχθηκε με ενθουσιασμό από τη Δύση, όπως φαινόταν στις επικεφαλίδες εφημερίδων όπως της Washington Post που διακήρυττε τη «διαφαινόμενη νίκη της δημοκρατίας» στη Ρωσία. Ωραία δημοκρατία!

Ο Γιέλτσιν είχε τώρα ανεξέλεγκτη δικτατορική δύναμη, η Δύση είχε τον άνθρωπό της στη Μόσχα, και η θεραπεία του σοκ είχε ανοιχτό πεδίο να πυροδοτήσει την κατάρρευση της κοινωνίας της Ρωσίας που δεν κατάλαβε από πού της ήρθε. Ένα κορπορατιστικό κράτος αντικατέστησε ένα κομμουνιστικό, και οι μανδαρίνοι του ήταν νικητές μαζί με μία χούφτα δυτικών μάνατζερ αμοιβαίων κεφαλαίων που έκαναν «ιλιγγιώδη κέρδη, επενδύοντας σε πρόσφατα ιδιωτικοποιημένες ρωσικές εταιρείες». Επιπρόσθετα, «μία κλίκα νέων δισεκατομμυριούχων» (οι 17 αποκαλούμενοι «ολιγάρχες») εξουσιοδοτήθηκαν να ξεγυμνώσουν τη χώρα από τον πλούτο της και να στείλουν τα κέρδη τους στο εξωτερικό με ρυθμό 2 δισ. δολάρια το μήνα.

Σαν αποτέλεσμα, η δημοτικότητα του Γιέλτσιν κατακρημνίστηκε και γι’ αυτό έκανε ό,τι κάνουν όλοι οι απελπισμένοι ηγέτες για να διατηρηθούν στην εξουσία, όταν οι επερχόμενες εκλογές τους ανησυχούν. Ξεκίνησε έναν πόλεμο το 1994 ενάντια στην αποσχισθείσα Δημοκρατία της Τσετσενίας, δολοφονώντας πάνω από 100 χιλιάδες πολίτες ως τα τέλη της δεκαετίας του '90. Οι εκλογές διεξήχθησαν το 1996 και ο Γιέλτσιν κέρδισε, ξεπερνώντας τη χαμηλή δημοτικότητα με τεράστια χρηματοδότηση από τους ολιγάρχες και σχεδόν απόλυτο έλεγχο της τηλεοπτικής κάλυψης. Στις 31 Δεκεμβρίου του 1999 παρέδωσε σιωπηλά την εξουσία στον Βλαντιμίρ Πούτιν χωρίς εκλογές, αλλά με τη διαβεβαίωση ότι θα γλίτωνε τη δίωξη για τα εγκλήματά του. Η κληρονομιά του ήταν καταστροφική, με την Κλάιν να τονίζει ότι «ποτέ τόσοι πολλοί δεν έχουν χάσει τόσα πολλά σε τόσο σύντομο χρόνο». Όταν η οικονομική κρίση χτύπησε τη Ρωσία το 1998:

-80% των αγροτών της Ρωσίας είχαν πτωχεύσει.

-Γύρω στα 70 χιλιάδες κρατικά εργοστάσια είχαν κλείσει.

-Μία επιδημία ανεργίας είχε ξεσπάσει.

- Το 1989, πριν τη θεραπεία του σοκ, 2 εκατομμύρια Ρώσοι ζούσαν στη φτώχεια, με λιγότερα από 4 δολάρια την ημέρα. Μέχρι το μέσο της δεκαετίας του '90, η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμούσε ότι 74 εκατομμύρια άνθρωποι κατρακύλησαν στη φτώχεια, και μέχρι το 1996 οι συνθήκες για το 25% των Ρώσων (περίπου 37 εκατομμύρια) έγιναν «απελπιστικές», ενώ ένα ποσοστό ανθρώπων παρέμενε πλέον μόνιμα στο κοινωνικό περιθώριο, εκτός κοινωνικών τάξεων.

- Οι Ρώσοι πίνουν τώρα δύο φορές παραπάνω από το παρελθόν. Η χρήση παυσίπονων και σκληρών ναρκωτικών αυξήθηκε 900% και ο ιός HIV/AIDS απειλεί να πάρει διαστάσεις επιδημίας με 20πλάσια αύξηση των μολύνσεων από το 1995. Οι αυτοκτονίες αυξήθηκαν επίσης, και η βίαιη εγκληματικότητα αυξήθηκε πάνω από 4 φορές.

-Ο πληθυσμός της Ρωσίας φθίνει με ρυθμό 700 χιλιάδες το χρόνο, με τον καπιταλισμό να έχει σκοτώσει ήδη το 10% , σαν ένα ακόμη παράδειγμα καταστροφής που προκάλεσε η ελεύθερη αγορά. Αυτή είναι η περίφημη αρρώστια της νέας τάξης πραγμάτων, που εξαπλώνεται παντού, ερημώνοντας ολόκληρες χώρες. Ο Φρήντμαν την αποκάλεσε «ελευθερία».

Μετάφραση: Αλέξανδρος Σχισμένος

Η Θεοκρατία της Σάρα Πέιλιν

Μάρτζορι Κον

Η απόφαση του Τζον Μακέιν να επιλέξει τη Σάρα Πέιλιν ως την υποψήφια των ρεμπουμπλικανών για τη θέση του αντιπροέδρου έχει βάλει φωτιά στην αρχικά άχρωμη προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ. Τα ΜΜΕ δεν σταματούν να μιλάνε για την Πέιλιν. Λαμβάνοντας υπόψιν την ηλικία του Μακέιν και την κατάσταση της υγείας του (ο ιατρικός του φάκελος αποτελείται σχεδόν από 1200 σελίδες), η Πέιλιν απέχει πραγματικά μία ανάσα από την προεδρία. Αλλά πώς θα είναι μία κυβέρνηση Πέιλιν;

Πρόκειται για μία φανατική δεξιά, φονταμενταλίστρια χριστιανή που θα επιθυμούσε την εγκαθίδρυση μιας θεοκρατίας. Θεωρεί ότι ζούμε στο «τέλος του Χρόνου», που θα οδηγήσει στην αιματηρή κόλαση από την οποία μόνο οι αληθινοί χριστιανοί θα σωθούν. Η Πέιλιν παρακολούθησε πρόσφατα τη λειτουργία του Δαβίδ Μπρίκνερ στην εκκλησία της Γουαζίλα στην Αλάσκα (όπου διετέλεσε δήμαρχος, Στμ). Ο Μπρίκνερ είναι αρχηγός της αίρεσης «Εβραίοι, υποστηρικτές του Ιησού», την οποία η επίσημη εβραϊκή κοινότητα καταγγέλλει ως «επιθετική και παραπλανητική» οργάνωση που αποσκοπεί στον προσηλυτισμό των Εβραίων. Σύμφωνα με τη θεολογική αντίληψη της Πέιλιν, όσοι δεν δέχονται τον Ιησού ως το σωτήρα τους θα καούν στην κόλαση.

Ως κυβερνήτης στην Αλάσκα, η Πέιλιν ζήτησε από την εκκλησιαστική κοινότητά της να προσευχηθεί για το φυσικό αγωγό υγραερίου, τον οποίο χαρακτήρισε ως «θέλημα Θεού». Επίσης, αντιλαμβάνεται τον πόλεμο εναντίον του Ιράκ ως ένα «ιερό σκοπό, εντεταλμένο από το Θεό». Η Πέιλιν έχει προωθήσει τη διδασκαλία της θεωρίας της θεϊκής Δημιουργίας στα σχολεία και αντιτάσσεται στην ιατρική έρευνα πάνω στα λεγόμενα αρχέγονα κύτταρα[1].

Η επιλογή της Πέιλιν να συνεχίσει την εγκυμοσύνη της και να γεννήσει τελικά ένα παιδί με σύνδρομο Down και η επιλογή της έφηβης κόρης της να κρατήσει το παιδί της έχει οδηγήσει τους ευαγγελιστές χριστιανούς σε έκσταση[2]. Όμως, ενώ η Πέιλιν επέλεξε τη συνέχιση της εγκυμοσύνης, ταυτόχρονα αρνείται σε μια γυναίκα που μένει έγκυος μετά από βιασμό ή αιμομιξία, το δικαίωμα να επιλέξει την άμβλωση και, μάλιστα, ζητά την ποινική δίωξη τόσο για τη γυναίκα όσο και για το γιατρό της που πραγματοποιεί την άμβλωση.

Ο Μακέιν θα ήθελε πάρα πολύ να προσδώσει βαθιά θρησκευτική χροιά στη διακυβέρνησή του. Ένα έτος πριν, δήλωσε: «Το σύνταγμα καθιέρωσε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ως ένα χριστιανικό έθνος». Το μοναδικό ζήτημα στο οποίο ο Μακέιν δεν έχει αλλάξει τη στάση του είναι η αντίθεσή του στο δικαίωμα της άμβλωσης. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο επόμενος πρόεδρος θα φέρει το ζήτημα των αμβλώσεων στο αρμόδιο Ανώτατο Δικαστήριο. Ο Μακέιν έχει δεσμευτεί να διορίσει δικαστές που θα ακολουθούν τα βήματα των σημερινών δικαστών Τζον Ρόμπερτς και Σάμουελ Αλίτο, οι οποίοι έχουν την υποστήριξη της Πέιλιν. Ο διορισμός και άλλου συντηρητικού δικαστή στο Ανώτατο Δικαστήριο θα σήμαινε ότι η ιστορική απόφαση με την οποία νομιμοποιήθηκαν οι αμβλώσεις στις ΗΠΑ (υπόθεση δικαστικής διαμάχης Ρόι εναντίον Γουέιντ) θα ανατραπεί. Μιά τέτοια ανατροπή θα επαναφέρει τη χώρα στην εποχή που οι αμβλώσεις πραγματοποιούνταν με κρεμάστρες παλτών.

Ο Ρικ Νταίηβις, διευθυντής προεκλογικής εκστρατείας του Μακέιν, είπε ότι «αυτές οι εκλογές δεν αφορούν τα πραγματικά ζητήματα… Αυτές οι εκλογές αφορούν τη σύνθετη εικόνα που σχηματίζουν οι ψηφοφόροι για τους υποψηφίους». Οι ρεμπουμπλικανοί ξέρουν ότι θα χάσουν τις εκλογές, εάν εστιάσουν τη συζήτηση στα πραγματικά ζητήματα όπως η οικονομία, ο πόλεμος, η υγεία, η παιδεία και το περιβάλλον. Ελπίζουν ότι οι γυναίκες, που είναι υπέρ των αμβλώσεων και υποστήριξαν τη Χίλαρι Κλίντον, θα υποστηρίξουν την Πέιλιν, επειδή είναι μία μαχητική γυναίκα, αν και εναντίον των αμβλώσεων. Επενδύουν επίσης στην υποστήριξη όλων αυτών που δεν επιθυμούν να ψηφίσουν έναν μαύρο πρόεδρο.

Αλλά όσοι δεν είναι ευαγγελιστές χριστιανοί, και υποστηρίζουν το δίδυμο Μακέιν-Πέιλιν, θέτουν σε κίνδυνο τον εαυτό τους. Σε περίπτωση εκλογής τους, όχι μόνο θα συνεχίσουν να υφίστανται τέσσερα ακόμη έτη της καταστροφικής πολιτικής του Μπους, αλλά θα ανακαλύψουν, επιπλέον, ότι ζουν σε μια χριστιανική θεοκρατία.

Η Marjorie Cohn είναι καθηγήτρια νομικής στη Νομική Σχολή Τόμας Τζέφερσον στο Σαν Ντιέγκο και ακτιβίστρια.

Μετάφραση: Νίκος Στυλόπουλος




[1] Το ζήτημα της έρευνας των αρχέγονων κυττάρων αποτελεί μεγάλο ζήτημα σύγκρουσης μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών ομάδων στις ΗΠΑ. Στμ

[2] Η δεκαεπτάχρονη κόρη της Πέιλιν είναι 5 μηνών έγκυος. Οι ΗΠΑ έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό εφηβικής εγκυμοσύνης στο λεγόμενο «αναπτυγμένο» κόσμο. Στμ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες