10/1/09

Ζ__ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ #47 Σεπ. 08



Η ΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΟΡΠΟΡΑΤΙΣΜΟΥ

Δημήτρης Κωνσταντίνου



Μπορεί ο καπιταλισμός να εδραιώθηκε στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ’60, χρειάστηκε όμως να φτάσει η δεκαετία του ’90 για να μας δείξει τα δόντια του. Αυτή τη μοντέρνα, εφιαλτική εκδοχή του οι αγγλομαθείς την αποκαλούν κορπορατισμό (από το corporatism), εννοώντας απλά την επικράτηση και απόλυτη εξουσία των μεγάλων εταιριών (corporations) εις βάρος των φυσικών προσώπων.

Ποιος από εμάς δεν έχει αισθανθεί ανήμπορος μπροστά στην κυριαρχία τους; Μια αμελητέα ποσότητα, κυριολεκτικά ανίκανη να αντιμετωπίσει την ασυδοσία τους και την αυτογνωσία της δύναμης που διαθέτουν και επιδεικνύουν σε κάθε ευκαιρία, στην καθημερινότητά μας; Κορπορατισμός είναι ακριβώς αυτή η ανημποριά μας. Το αίσθημα της ισοπέδωσης του ατόμου από τις εταιρίες, θεσμός που υποτίθεται ότι δημιουργήθηκε για το καλό μας.

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η διεθνής επισιτιστική κρίση, η τιμή του πετρελαίου ή τα κερδοσκοπικά «παιχνίδια» των εταιριών και άλλα παγκόσμια προβλήματα αφορούν άμεσα τον τόπο μας και τη δική μας καθημερινή ζωή. Ειδικότερα, η κυριαρχία της αμερικανικής κουλτούρας στον ελληνικό τρόπο ζωής, η υιοθέτηση καθημερινών συνηθειών, τεχνολογικών καινοτομιών και πολιτικών ιδεών, συνδέεται με ένα μόνιμο φαινόμενο: Οι κοινωνικές καταστάσεις, όπως γεννιούνται και εξελίσσονται στην κοινωνία των ΗΠΑ (αλλά και της Δύσης γενικότερα) μεταφέρονται, σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια, και στην ελληνική κοινωνία με καθυστέρηση μερικών ετών. Με το δεδομένο αυτό, αποκτά κρίσιμο ενδιαφέρον η επαφή μας με το Ζmagazine, αφού μέσα απ’ αυτή μας δίνεται η ευκαιρία να πάρουμε μια γεύση από το μέλλον που μας επιφυλάσσεται και να γνωρίσουμε, για παράδειγμα, το Shock Doctrine της καναδής δημοσιογράφου Ναόμι Κλέιν. Να συνειδητοποιήσουμε ότι το σύστημα που βιώνουμε στο πετσί μας, εκμεταλλεύεται κάθε είδους κρίση (από φυσικά αίτια ή υποκινούμενη), προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του. Δηλαδή, να επιβάλλει ως αναπόφευκτους, συγκεκριμένους αντιλαϊκούς θεσμούς, μεταρρυθμίσεις και νοοτροπίες, ένεκα της κρίσης.

Από το αρχείο της μνήμης μας μπορούμε να ανασύρουμε με μεγάλη ευκολία ουκ ολίγα ελληνικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν, δυστυχώς, το Shock Doctrine και, κυρίως, την ειδεχθή έλευση του κορπορατισμού στην Ελλάδα.

Ενάντια στην σπουδαγμένη αλλά και βολική λογική των Μήντια, που θέλει να ξεχνιούνται τα γεγονότα ακαριαία, λες και είμαστε χρυσόψαρα, ας θυμηθούμε το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου και τη στυγνή κερδοσκοπία των κεφαλαιοκρατών με τις εταιρίες-φούσκες, τον ρόλο που έπαιξαν πολυεθνικές, όπως η Βόνταφον και η Έρικσον, στις τηλεφωνικές υποκλοπές πριν από λίγο καιρό και το βρώμικο παιχνίδι χρηματιστηριακών εταιριών με τα βρώμικα ομόλογα ενός βρώμικου κράτους επενδυμένα σ’ ένα βρώμικο χρηματιστήριο. Ας αναλογιστούμε τον τραγικό ρόλο που παίζουν στη ζωή μας εταιρίες όπως η Ζίμενς ή ο Γερμανός που εξαγοράζουν κόμματα ή εξαγοράζονται από το κράτος πολύ ακριβότερα από την αξία τους, απομυζώντας δισεκατομμύρια και αφήνοντας αποσβολωμένη μία κοινωνία, ανήμπορη να επέμβει, έστω και για να υπερασπιστεί τον τίτλο τής κοινωνίας ανθρώπων (και όχι ανθρωποφάγων εταιριών).

Ας αναλογιστούμε ότι, αφού κάηκε η μισή Ελλάδα το 2007, τις αναδασώσεις ανέλαβαν ιδιωτικές εταιρίες για να κερδοσκοπήσουν με την ευκαιρία της φυσικής(;) καταστροφής. Το κράτος ξεκαθαρίζει τους ρόλους, δίνοντας χώρο στις εταιρίες που εμφανίζονται ως «από μηχανής θεοί», για να περιοριστεί το ίδιο στα καθήκοντα του νυχτοφύλακα και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της καταστολής, που προβλέπεται διαρκώς να αυξάνονται. Εξάλλου, η αστυνόμευση από ιδιωτικές εταιρίες κοστίζει.

Και αφού ο κοινοβουλευτισμός δημιουργήθηκε για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των πλούσιων αστών, η υποταγή του στη δύναμή τους αποδεικνύεται κάθε φορά περίτρανα από την προκλητική έπαρση που επιδεικνύουν οι πραγματικοί άρχοντες του τόπου, οι στυγνοί εκμεταλλευτές ανθρώπων και καταστάσεων, όπως ο Κόκκαλης ή ο Βγενόπουλος, όταν τύχει να μιλήσουν στη Βουλή, ενώπιον των αντιπροσώπων του λαού-χειροκροτητών του πλούτου.

Εξάλλου, είναι γνωστό ότι το Laissez-Faire υπήρξε πάντα ένας μύθος. Δεν υπάρχει κανένας λόγος οι όποιες εταιρίες να μην συνάψουν ύπουλες συμφωνίες, εάν αυτό είναι επικερδές γι’ αυτές. Αραιά και πού, το επιβεβαιώνει και η επίσημη επιτροπή ανταγωνισμού καταγγέλλοντας ψιθυριστά τα καρτέλ του γάλακτος ή των πλοιοκτητών που τιμολογούν προσυμφωνημένα, τιμωρώντας τους αδαείς νεοφιλελεύθερους ψηφοφόρους.

Η δύναμη των εταιριών, όμως, θα είχε ξύλινα πόδια αν δεν θεμελιωνόταν στο μπετόν αρμέ της άδικης «Δικαιοσύνης». Και όπως λέει μία παλιά αφρικάνικη παροιμία: «Η Δικαιοσύνη είναι σαν το φίδι, δαγκώνει μόνο τους ξυπόλυτους». Η σύμπραξή της είναι κάτι παραπάνω από οφθαλμοφανής. Από το 2005 μέχρι σήμερα, έχουν επιβληθεί πρόστιμα ύψους 528.247 ευρώ σε ναυτιλιακές εταιρίες, από τα οποία το κράτος έχει εισπράξει μόνο τα 6.000, αποδεικνύοντας ξεκάθαρα ότι στον πόλεμο μεταξύ ανθρώπων και εταιριών το κράτος συμμαχεί με τις δεύτερες.

Κι αν τύχει μία υποτιθέμενη ανεξάρτητη επιτροπή ελέγχου να αποδειχθεί πραγματικά ανεξάρτητη, έστω και περιστασιακά, όπως η νομική επιτροπή για την καταπολέμηση του μαύρου χρήματος, τότε διαλύεται σε μία νύχτα και ο πρόεδρός της κ. Ζορμπάς καρατομείται για παραδειγματισμό.

Με την ίδια λογική, στην υπόθεση Ζαχόπουλου, ο εισαγγελέας μετά από τόσους μήνες ερευνών έκρινε ότι όλοι ήταν αθώοι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων για μικροπαραπτώματα. Αφού κλαδεύτηκε ο Κλαδάς, και ο Κουκοδήμος επέστρεψε δριμύτερος στα καθήκοντά του (δηλαδή να ψηφίζει ως 151ος τα νεοφιλελεύθερα νομοσχέδια), όλα είναι μέλι-γάλα.

Αν, όμως, τα παραπάνω γεγονότα και τα στοιχεία βαρεθήκαμε να τα ακούμε στα δελτία ειδήσεων και να τα διαβάζουμε στον ημερήσιο Τύπο, γιατί επανερχόμαστε, ξοδεύοντας πολύτιμο μελάνι και φαιά ουσία;

Η στείρα παράθεση στοιχείων από τους ψευτοδημοσιογράφους των ΜΜΕ προκαλεί εσκεμμένα σύγχυση και διαιωνίζει το σύστημα της πλουτοκρατικής, κοινοβουλευτικής και δικαστικής διαφθοράς. Τα κροκοδείλια δάκρυά τους, μπορεί να ανεβάζουν την τηλεθέαση, αλλά, ταυτόχρονα, θολώνουν επικίνδυνα την εικόνα που σχηματίζει ο λαός για την κοινωνική πραγματικότητα. Όταν τα γεγονότα απλώς αναφέρονται, χωρίς να γίνονται οι συνδέσεις μεταξύ τους, όταν για τα αιτιατά δεν αναζητούνται οι αιτίες, όταν δεν αναγνωρίζονται οι πραγματικές ρίζες του κακού, όταν δεν αγγίζονται οι θεσμοί-ταμπού που γεννούν τα προβλήματα, όπως οι εταιρίες, η συγκέντρωση πλούτου, η ατομική ιδιοκτησία, ο αντιπροσωπευτικός κοινοβουλευτισμός, το νομικό σύστημα, με λίγα λόγια κάθε θεσμός που στηρίζει τη συγκεντρωτική εξουσία, τότε η μοίρα μας είναι μάλλον προδιαγεγραμμένη.

Και το σύστημα, που ακόμη και ο Σ. Ξαρχάκος χαρακτήρισε βαθιά αντιανθρώπινο το 1990, θα συνεχίσει να μας δυναστεύει, όλο και πιο ολοκληρωτικά.



Το Shock Doctrine της Ναόμι Κλέιν

Στέφαν Λέντμαν



Το βιβλίο της Κλέιν The Shock Doctrine: The Rise of Disaster Capitalism (Το Δόγμα του Σοκ: Η Άνοδος του Καπιταλισμού της Συμφοράς, Στμ)καταρρίπτει τον μύθο της δημοκρατίας της «ελεύθερης αγοράς». Περιγράφει πώς ο νεοφιλελεύθερος φονταμενταλισμός εξουσιάζει τον κόσμο, με την Αμερική ως αιχμή του δόρατος να εκμεταλλεύεται απειλές εθνικής ασφάλειας, τρομοκρατικές επιθέσεις, οικονομικές καταρρεύσεις, ανταγωνιστικές ιδεολογίες, τεκτονικές πολιτικές ή οικονομικές μετατοπίσεις και φυσικές καταστροφές, για να επιβάλλει την θέλησή της παντού. Πόλεμοι διεξάγονται, κοινωνικές υπηρεσίες καταργούνται και ελευθερίες θυσιάζονται, όταν οι άνθρωποι είναι τόσο απασχολημένοι, τρομοκρατημένοι ή πειθαναγκασμένοι για να αντισταθούν. Η Κλέιν περιγράφει μία παγκόσμια διαδικασία κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης που αποκαλεί «καπιταλισμό της συμφοράς», η οποία συνοδεύονται από βασανισμούς, προκειμένου να γίνει ξεκάθαρο το μήνυμα: Εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις στη «νέα τάξη πραγμάτων» δεν γίνονται αποδεκτές.

Η θριαμβολογία της «ελεύθερης αγοράς» συναντάται παντού: από τον Καναδά ως τη Βραζιλία, την Κίνα ως τη Βουλγαρία, τη Ρωσία ως τη Ν. Αφρική, το Βιετνάμ ως το Ιράκ. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα αποτελέσματα είναι τα ίδια. Οι άνθρωποι θυσιάζονται για τα κέρδη και εφαρμόζεται το δόγμα της Μάργκαρετ Θάτσερ: «Δεν υπάρχει άλλη λύση».

Το κενό είναι όμορφο: Τριάντα χρόνια ισοπέδωσης και μετατροπής του κόσμου σε κόλαση

Η Νέα Ορλεάνη, στην εποχή μετά τον τυφώνα Κατρίνα, αποτελεί μία ενδεικτική κατάσταση της «νέας τάξης πραγμάτων» αμερικανικού τύπου, με τον ανεξέλεγκτο καπιταλισμό να μαίνεται με την πιο άγρια μορφή του. Η Κλέιν αναφέρει τη δήλωση τού ρεμπουμπλικανού Ρίτσαρντ Μπέικερ, μέλους του Κογκρέσου, μιλώντας σε ομάδα παρασκηνιακής δράσης: «Τελικά ξεκαθαρίσαμε το ζήτημα της δημόσιας στέγασης των φτωχών στη Νέα Ορλεάνη. Αυτό που δεν είχαμε τη δύναμη να κάνουμε εμείς, το έκανε τελικά ο Θεός». Και ο Τζόζεφ Κανιζάρο, μεγαλοεργολάβος της Νέας Ορλεάνης, πρόσθεσε: «Σκέφτομαι ότι έχουμε μία καθαρή και καινούργια βάση για να αρχίσουμε από το μηδέν και να εκμεταλλευτούμε μεγάλες ευκαιρίες». Το σχέδιό τους περιλαμβάνει την αφάνιση κοινοτήτων και την αντικατάστασή τους από πολυτελείς κατοικίες, καθώς και άλλα επικερδή έργα σε επιλεγμένα, κατεστραμμένα σημεία της πόλης σε βάρος της φτωχής μητέρας φύσης, και με τις ευλογίες της κυβέρνησης.

Όλα αυτά βασίστηκαν στις διδαχές τού «μεγάλου γκουρού» του αχαλίνωτου καπιταλισμού, ηλικίας, τότε, 93 ετών και με μεγάλα προβλήματα υγείας. Πρόκειται για τον συντηρητικό, φιλελεύθερο οικονομολόγο Μίλτον Φρίντμαν, ο οποίος στο βιβλίο τού 1962, Capitalism and Freedom (Καπιταλισμός και Ελευθερία), είχε γράψει: «Μόνο μια κρίση - πραγματική ή πλασματική – παράγει αληθινή αλλαγή. Όταν μια κρίση εμφανίζεται, τα μέτρα που λαμβάνονται εξαρτώνται από τις ιδέες που υπάρχουν στην κοινωνία… η βασική μας μέριμνα θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη εναλλακτικών λύσεων στις υπάρχουσες πολιτικές (αυτές που απορρίπτει ο Φρίντμαν), έτοιμες να εφαρμοστούν όταν, λόγω της κρίσης, το αδύνατο γίνεται πολιτικά αναπόφευκτο». Η Κλέιν ονομάζει τις περιοχές κρίσεων «ζώνες χωρίς δημοκρατία» και τη θέση του Φρίντμαν «δόγμα του σοκ». Για τη Νέα Ορλεάνη σημαίνει «μόνιμες μεταρρυθμίσεις», όπως η καταστροφή των χώρων στέγασης των φτωχών και η διανομή κουπονιών για τα ιδιωτικά σχολεία, αντί της επανοικοδόμησης των κατεστραμμένων δημόσιων σχολείων με κρατικά κονδύλια.

Για τον Φρίντμαν, η μόνη λειτουργία της κυβέρνησης είναι «η προστασία της ελευθερίας μας από τους εξωτερικούς εχθρούς... και από τους ίδιους τους συμπολίτες μας. Είναι να συντηρεί τον νόμο και την τάξη, να προστατεύει τις ιδιωτικές συμβάσεις και τις ανταγωνιστικές αγορές». Κατά την άποψή του, οποιοσδήποτε άλλος ρόλος για την κυβέρνηση είναι «σοσιαλισμός», που για τους φονταμενταλιστές της ελεύθερης αγοράς, σαν τον Φρίντμαν, είναι βλασφημία.

Έως το 1973, το τολμηρό δόγμα Φρίντμαν υπήρχε μόνο ως διδασκαλία στους φοιτητές του, αλλά όλα άλλαξαν σε μία περίοδο παρόμοια με την 11η Σεπτεμβρίου. Όταν ο στρατηγός Αγκούστο Πινοσέτ ανέβηκε στην εξουσία με τον γνωστό αιματηρό τρόπο, ο Φρίντμαν είχε την ευκαιρία να αποκτήσει εργαστηριακή εμπειρία ως σύμβουλος του νέου δικτάτορα της Χιλής. Η συνταγή του έγινε γνωστή ως επαναστατικός οικονομικός μετασχηματισμός της «σχολής του Σικάγο», γνωστός και ως shock therapy (θεραπεία με σοκ). Είναι η αντίστοιχη οικονομική έκδοση του δόγματος του Βιετνάμ «καταστρέψτε το χωριό (και τη χώρα) για να το σώσετε», και είναι το ίδιο σκληρή.

Εκατομμύρια άνθρωποι γνωρίζουν τη θεωρία του, αλλά ο ήρωάς τους δεν είναι ο Φρίντμαν. Οι κεντρικές αρχές του δόγματος είναι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, κατάργηση του ελέγχου των εταιρειών από την κυβέρνηση, απεριόριστη πρόσβαση των ξένων εταιρειών στην ελεύθερη αγορά, περικοπές σε κονδύλια κοινωνικής πρόνοιας, σκληροί κατασταλτικοί νόμοι και βασανιστήρια, προκειμένου να ενισχυθεί ο πυρήνας του δόγματος, τον οποίο οι ρηγκανικοί αποκαλούν «trickle-down theory» (επίτευξη σκοπού με σταδιακές και έμμεσες επιρροές) και οι Βρετανοί «θατσερισμό».

Όσοι υφίστανται αυτές τις πολιτικές το αποκαλούν κόλαση, και η Κλέιν εξηγεί το γιατί. Το δόγμα εφαρμόστηκε στη Χιλή, στην Αργεντινή, στην Ουρουγουάη, στη Βολιβία, στη Βραζιλία, στην Κίνα, στη Ρωσία, στα Νησιά Φόλκλαντ, στην Πολωνία, στη Νότια Αφρική, στη Σρι Λάνκα, στη Νέα Ορλεάνη, στο Ισραήλ, και προσεχώς κοντά σας. Είναι το ξέσπασμα του κορπορατισμού και η άνθηση των επιχειρήσεων. Η Κλέιν αναφέρει ότι σύμφωνα με τους υποστηρικτές τού δόγματος οι ευκαιρίες συμβαδίζουν με την «ανάπτυξη των αγορών»… «Οι εμπορικές συμφωνίες είναι ακόμα πιο κερδοφόρες και από την εποχή που ανθούσαν οι εταιρίες-φούσκες στο διαδίκτυο. Η φούσκα της “εθνικής ασφάλειας” ήρθε να καλύψει το κενό που άφησαν οι προηγούμενες φούσκες, όταν έσκασαν».

Οι ρηγκανικοί, σήμερα, είναι οι νεοσυντηρητικοί που έχουν την «πλήρη υποστήριξη της στρατιωτικής μηχανής, η οποία υπηρετεί τα άπληστα σχέδια των εταιριών». Οι τρεις ιερές αρχές τους είναι: «κατάργηση του δημόσιου τομέα, ολοκληρωτική απελευθέρωση των εταιρειών και ελάχιστες (ή και καθόλου) κοινωνικές δαπάνες». Αλλά αντί να πετύχουν τη βελτίωση της ζωής όλων όπως υπόσχονται, κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Δημιουργούν μια ισχυρή κεφαλαιοκρατική άρχουσα τάξη που συνεργάζεται με τη διεφθαρμένη πολιτική ελίτ, «χωρίς να είναι ευδιάκριτη η διαχωριστική γραμμή μεταξύ τους». Έτσι, η Ρωσία απέκτησε «δισεκατομμυριούχους άρχοντες», η Κίνα «πρίγκηπες», η Χιλή «τα πιράνχας» και οι ΗΠΑ τους «πρωτοπόρους» των Μπους-Τσέινι.

Το πρόγραμμα είναι ίδιο παντού: τεράστια μεταφορά του δημόσιου πλούτου στον ιδιωτικό τομέα, υπέρογκο δημόσιο χρέος, ένα τεράστιο, όσο ποτέ άλλοτε, χάσμα μεταξύ της τάξης των εκθαμβωτικών πλουσίων και της τάξης των αναλώσιμων φτωχών, και ένας επιθετικός εθνικισμός (όπως ο μόνιμος πόλεμος του Τζόρτζ Μπους «εναντίον της τρομοκρατίας» και του πλανήτη), που δικαιολογεί τις ατελείωτες δαπάνες για την «ασφάλεια». Έτσι, «μέσα στη φούσκα» είναι παράδεισος, αλλά έξω είναι κόλαση με «συνεχείς παρακολουθήσεις, μαζικές φυλακίσεις, περιορισμό των ατομικών ελευθεριών, μείωση του βιοτικού επιπέδου, καταστολή και βασανιστήρια για να διαδοθεί το μήνυμα στους δύσπιστους».

Η Κλέιν παρομοιάζει αυτήν τη βιαιότητα με τη λογική του Shock doctrine. Όταν αυτό εφαρμόζεται, προκαλεί, επίσης, μια κατάσταση «αποπροσανατολισμού» και σοκ για να οδηγήσει αυτούς, στους οποίους απευθύνεται, σε συμβιβασμούς ενάντια στη θέλησή τους. Το δόγμα του σοκ, λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο σε μαζική κλίμακα, και η εμπειρία της 11ης Σεπτεμβρίου το απέδειξε. Διέλυσε τη «βεβαιότητα» των γνώσεων που είχαμε για τον κόσμο και δημιούργησε μία περίοδο αποπροσανατολισμού και οπισθοδρόμησης, που η κυβέρνηση Μπους διέδωσε στο εξωτερικό και στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Όπως το τοποθετεί η Κλέιν: «Ξαφνικά βρεθήκαμε στο έτος μηδέν, όπου όλα όσα γνωρίζαμε για τον κόσμο πριν από το έτος αυτό απορρίπτονται ως «πρότερες σκέψεις της 11ης Σεπτεμβρίου». Γίναμε ξανά ένας «άγραφος πίνακας, ένα καθαρό φύλλο χαρτιού», και η κυβέρνηση έκανε αυτό που ήταν αδύνατον προηγουμένως. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το δόγμα του σοκ: «η αρχική συμφορά (τρομοκρατική επίθεση, πόλεμος, τυφώνας, κατάρρευση της αγοράς) θέτει ολόκληρο τον πληθυσμό σε μια κατάσταση συλλογικού σοκ», διευκολύνοντας τους διεφθαρμένους πολιτικούς διαχειριστές να κινηθούν με δολοφονική επιδεξιότητα και να ανακατασκευάσουν τον κόσμο σύμφωνα με το όραμά τους, πριν υποχωρήσει το σοκ.

Η Naomi Klein είναι βραβευμένη συγγραφέας, παραγωγός ντοκιμαντέρ και ακτιβίστρια. Το βιβλίο της The Shock Doctrine: The Rise of Disaster Capitalism εκδόθηκε διεθνώς τον Σεπτέμβριο του 2007 και έγινε μπεστσέλερ. Στην Ελλάδα αναμένεται από τις εκδόσεις Λιβάνη.

Ο Stefan Lendman είναι ακτιβιστής που ζει στη Βοστώνη και σπούδασε στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και στο πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.

Μετάφραση: Ελπίδα Σαμαράκη





Η Παράνοια της Αγοράς

Άρουν Γκούπτα, 2 Ιουνίου 2008

Οι αυξανόμενες τιμές της βενζίνης το τελευταίο διάστημα έχουν προκαλέσει ένα ισχυρό σοκ στην τσέπη σας, εκτός βέβαια αν ζείτε μέσα σε γυάλα, όπως ο Τζόρτζ Μπους, ο οποίος τον περασμένο Φεβρουάριο εξέφρασε μεγάλη έκπληξη, όταν ένας δημοσιογράφος του είπε ότι η βενζίνη πλησίαζει τα $4 το γαλόνι. Το σοκ έγινε ιδιαίτερα αισθητό στα σούπερ μάρκετ, και σύμφωνα με το Ινστιτούτο Στατιστικών Εργασίας (Bureau of Labour Statistics) το κόστος ενός γαλονιού γάλακτος αυξήθηκε κατά 17%, μίας ντουζίνας αυγών κατά 40% μέσα στον περασμένο χρόνο και μιας φραντζόλας ψωμιού περίπου 30% τα τελευταία δύο χρόνια. Ο εθνικός μέσος όρος για τη βενζίνη άγγιξε την τιμή ρεκόρ των $3.63/γαλόνι στις αρχές Μαΐου, διπλάσια δηλαδή από το 2005, ενώ φαίνεται ότι θα σπάσει το φράγμα των $4 αυτό το καλοκαίρι.

Αλλά, αυτό που είναι ακόμα πιο έντονο από τις αυξήσεις στις τιμές των καταναλωτικών αγαθών είναι ο παροξυσμός στις συναλλαγές εμπορευμάτων, όπου οι έμποροι διαπραγματεύονται τα προθεσμιακά συμβόλαια - futures[1] (και σχετικά χρηματοοικονομικά προϊόντα γνωστά ως δικαιώματα προαίρεσης- options[2]). Η κρατική υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για τον έλεγχο των συναλλαγών στα Futures αγαθών (Commodity Futures Trading Commission-CFTC), σε μία πρωτοφανή για τα χρονικά, ανοικτή για το κοινό διαδικασία, εξέτασε στις 22 Απριλίου τους λόγους για τους οποίους οι τιμές των γεωργικών προϊόντων εκτοξεύτηκαν στα ύψη. Ανακοίνωσε ότι «τους τελευταίους τρεις μήνες, οι τιμές εκκίνησης του σίτου, του καλαμποκιού, της σόγιας, του ρυζιού και της βρώμης είναι οι υψηλότερες όλων των εποχών».

Κατά τη διάρκεια του περασμένου χρόνου, οι τιμές σίτου αυξήθηκαν κατά 95%, η σόγια κατά 88%, το καλαμπόκι 66% και το ρύζι Ταϊλάνδης κατηγορίας Β, το οποίο αποτελεί διεθνή μονάδα σύγκρισης, έκλεισε το 2007 περίπου $360/τόνο. Στο τέλος του Μαρτίου η τιμή είχε φτάσει τα $760 και συνέχισε να αναρριχείται στα $1080 μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα. Επιπλέον, τα Futures του ακατέργαστου πετρελαίου έχουν υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2007 και έφτασαν τα $120/βαρέλι τον προηγούμενο Απρίλιο.

Μια εντυπωσιακή πτυχή της αύξησης των τιμών των καταναλωτικών αγαθών είναι ότι εάν παρατηρήσουμε το διάγραμμά τους, θα δούμε ότι είναι παρόμοιο με το διάγραμμα που απεικόνιζε τις τιμές των μετοχών που ανήκαν σε εταιρίες-φούσκες του ίντερνετ την προηγούμενη δεκαετία (αποκαλούμενο σκάνδαλο «φούσκα ντοτ κομ», από το bubble.com, Στμ), όπως και με τα διαγράμματα των υπερβολικά υψηλών τιμών (που τελικά έπεσαν κατακόρυφα) στην αγορά κατοικίας. Αυτό δεν είναι καθαρή σύμπτωση. Ένας από τους κύριους παράγοντες που συντελούν στην αύξηση των τιμών των προϊόντων και τροφίμων είναι η οικονομική κερδοσκοπία. Οι ίδιες οι τράπεζες της Γουώλ Στρητ και οι εταιρείες αμοιβαίων κεφαλαίων που ευθύνονται για τη φούσκα του χρηματιστηρίου και της αγοράς κατοικίας διοχετεύουν δισεκατομμύρια δολάρια στις αγορές τροφίμων, στοιχηματίζοντας ότι μπορούν να αποκομίσουν γρήγορο κέρδος. Ένας οικονομικός αναλυτής, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Wall Street Journal, δήλωσε ότι «οι επενδυτές έχουν ρίξει από το 2001 κατά προσέγγιση $175 -200 δισεκατομμύρια σε επενδύσεις που συνδέονται με τον δείκτη του χρηματιστηρίου τροφίμων». Η εφημερίδα σε επεξηγηματικό σχόλιο ανέφερε ότι «όπως με την αγορά ενέργειας πριν μερικά χρόνια, τα κεφάλαια από συνταξιοδοτικά προγράμματα και αμοιβαία υψηλού κινδύνου έχουν επενδυθεί στην αγορά σιτηρών, ενώ η καλλιεργήσιμη γη και η συγκομιδή μειώνονται σε σχέση με την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και τις νέες απαιτήσεις για βιολογικά καύσιμα και τρόφιμα. Πολλοί τέτοιοι επενδυτές έχουν κάνει υπερβολικά αισιόδοξες τοποθετήσεις», δηλαδή, περίμεναν ότι οι τιμές των προϊόντων θα αυξάνονταν.

Ορισμένες φορές, η ημερήσια διακύμανση στα χρηματιστήρια τροφίμων είναι μεγαλύτερη από αυτή που συνέβαινε μέσα σε ένα ολόκληρο έτος. Στις 25 Φεβρουαρίου, στην αγορά σιτηρών στη Μινεάπολις, ένας τύπος σίτου αυξήθηκε κατά 29%. Μέσα σε μία ημέρα του Μαρτίου, «η τιμή του βαμβακιού αυξήθηκε κατά 15% παρά τις εκθέσεις που ανέφεραν ότι η διαθεσιμότητα προϊόντων βαμβακιού ήταν πολύ κοντά στα υψηλότερα επίπεδα όλων των εποχών», σύμφωνα με τις εφημερίδες Toronto Globe και Mail. Κατά τη διάρκεια των ακροάσεων του Ινστιτούτου CFTC, οι παραγωγοί τροφίμων δήλωσαν ότι η ευθύνη για τις υψηλές τιμές ανήκει στους κερδοσκόπους. Ένας αντιπρόσωπος της Εθνικής ένωσης Σιταριού και Τροφών (National Grain and Feed Association) κατέθεσε ότι «το 60% της τρέχουσας αγοράς σίτου ανήκει σε ένα από τα λεγόμενα αμοιβαία κεφάλαια δείκτη (index funds). Το γεγονός αυτό σαφώς και ασκεί επίδραση στην αγορά». Ενώ ένας παραγωγός βαμβακιού δήλωσε: «η αγορά δεν λειτουργεί σωστά, έχει τρελαθεί».

Εάν υπάρχει κάποιος κύριος υπεύθυνος για την κρίση αυτή, αυτός είναι η αγορά. Μεγάλη συζήτηση γίνεται γύρω από την αύξηση της κατανάλωσης και ταυτόχρονα την μείωση της διαθεσιμότητας τροφίμων και πηγών ενέργειας. Όμως, τα πιο πολλά στοιχεία που υπάρχουν αποδεικνύουν το αντίθετο. Παραδείγματος χάρη, παρά την ξηρασία στην Αυστραλία, τους παγετώνες και το χιόνι στην Κίνα και τον κρύο και υγρό χειμώνα στον αμερικανικό σιτοβολώνα, το συμβούλιο τροφίμων και γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών υπολόγισε ότι η συνολική παραγωγή δημητριακών για το έτος 2007-2008 θα αυξηθεί κατά 92 εκατομμύρια τόνους, δηλαδή συνολικά θα είναι 2.102 δισεκατομμύρια τόνοι. Αλλά, σχεδόν όλη αυτή η αύξηση θα προέρχεται από την συγκομιδή-ρεκόρ της αμερικανικής γεωργίας, η οποία τροφοδοτεί την αγορά με βιοκαύσιμα.

Στην ουσία, οι μεγάλοι κερδοσκόποι, όπως οι τράπεζες της Γουώλ Στρητ και τα αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου, οι επιχειρήσεις πετρελαίου και οι γίγαντες της αγροτικής βιομηχανίας, βγάζουν απίστευτα κέρδη από τα χρηματιστήρια τροφίμων. Οι αναλυτές λένε ότι μερικοί από αυτούς ενδεχομένως να χειραγωγούν τις αγορές ανάλογα με τα συμφέροντά τους, αλλά αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθεί, επειδή σκοπίμως έχει ατονήσει ο θεσμικός έλεγχος των αγορών αυτών. Επίσης, πολλοί παράγοντες κατηγορούνται για αισχροκέρδεια. Σ’ αυτούς περιλαμβάνονται οι κερδοσκόποι των χρηματιστηρίων, αλλά και οι λιανικοί πωλητές, οι παραγωγοί τροφίμων και λιπασμάτων. Μία από τις ειρωνείες της παρούσας κατάστασης είναι ότι, ενώ τα έσοδα των αγροτών αυξάνονται σημαντικά, ειδικά στις ΗΠΑ, οι αγρότες χάνουν από τα κέρδη τους λόγω των άγριων μεταπτώσεων στα αντίστοιχα χρηματιστήρια.

Οι ελλείψεις δημητριακών προκαλούνται, επειδή οι κερδοσκόποι αποκομίζουν κέρδη σε βάρος των φτωχών του πλανήτη. Ταραχές και επεισόδια για τη διάθεση τροφίμων έχουν σημειωθεί στην Αίγυπτο, το Καμερούν, τη Μπουρκίνα Φάσο, τη Μαυριτανία, την Ακτή Ελεφαντοστού, τη Σενεγάλη και την Αιθιοπία – χώρες όπου πολλοί άνθρωποι ξοδεύουν το μισό ή περισσότερο από το εισόδημά τους σε τρόφιμα (σε αντίθεση με τους Αμερικανούς που ξοδεύουν λιγότερο από 10%). Το πιό συγκλονιστικό δείγμα στέρησης εμφανίζεται σε χώρες όπως η Αϊτή, όπου οι φτωχοί τρέφονται με «κέικ» από λάδι και ζάχαρη, επειδή οι τιμές ρυζιού έχουν φτάσει στα ύψη.

Ο Ράντζ Πάτελ, συγγραφέας του βιβλίου Stuffed and Starved (χορτασμένοι και πεινασμένοι) αναφέρει: «Το γεγονός ότι επιτρέπεται αυτή η οικονομική κερδοσκοπία είναι, προφανώς, ένα έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας, διότι είναι διαφορετικό πράγμα να διαπράττεται κερδοσκοπία στις τιμές των τεχνολογικών συσκευών ή των ανταλλακτικών αυτοκινήτων και διαφορετικό πράγμα κάποιοι να κερδοσκοπούν στην αγορά τροφίμων, το θεμέλιο της ανθρώπινης ζωής… Αυτό πρέπει να μας αφυπνίσει, για να συνειδητοποιήσουμε ότι τα τρόφιμα δεν είναι εμπορικά αγαθά αλλά ανθρώπινο δικαίωμα». Σε μια ομιλία στις 2 Απριλίου, ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Ρόμπερτ Ζέλικ, σημείωσε ότι οι τιμές τροφίμων «έχουν αυξηθεί κατά 80% από το 2005 και 33 χώρες σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο κοινωνικών αναταραχών λόγω της μεγάλης αύξησης». Μερικές εβδομάδες αργότερα, το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Σίτισης (World Food Program) χαρακτήρισε τις υψηλές τιμές τροφίμων «ένα σιωπηλό τσουνάμι», το οποίο έχει ωθήσει ήδη περίπου 100 εκατομμύρια ανθρώπους βαθύτερα στη φτώχεια και «απειλεί με πείνα περισσότερους από 100 εκατομμύρια ανθρώπους σε κάθε ήπειρο».

Στις ΗΠΑ, η κατάσταση είναι ανησυχητική, αν και όχι τόσο τρομακτική όσο στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Το υπουργείο γεωργίας των ΗΠΑ υπολογίζει ότι 12.1% των Αμερικανών, δηλαδή περισσότεροι από 35 εκατομμύρια άνθρωποι, αντιμετώπισαν πρόβλημα «ανασφάλειας στη σίτιση» το 2006. Για πολλούς, αυτό σήμαινε είτε την έλλειψη τροφής προς το τέλος του μήνα, είτε μειωμένα γεύματα στη διάρκεια της ημέρας, είτε την πλήρη έλλειψη τροφής για μία ολόκληρη ημέρα. (Μέχρι τη στιγμή που η κυβέρνηση Μπους άλλαξε αυτούς τους ορισμούς, αυτές οι καταστάσεις ήταν γνωστές ως «πείνα»!). Αναφορές από ειδησεογραφικά μέσα και υπηρεσίες παροχής τροφίμων δείχνουν ότι η αβεβαιότητα στη σίτιση έχει αυξηθεί και προκαλείται από τη μεγάλη αύξηση στις τιμές τροφίμων και ενέργειας, σε συνδυασμό με την αποδυναμωμένη οικονομία, τις μειωμένες τιμές της αγοράς κατοικίας και τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας. Πολλοί Αμερικανοί χαμηλού εισοδήματος, ειδικά οι συνταξιούχοι που έχουν σταθερά εισοδήματα, αναγκάζονται πλέον να επιλέξουν ανάμεσα στο να φάνε, να ζεστάνουν το σπίτι τους το χειμώνα ή να αγοράσουν τα φάρμακά τους.

Ένα από τα πιο ενοχλητικά σημάδια της οικονομικής απογοήτευσης είναι ότι πολλοί Αμερικανοί πωλούν τις περιουσίες τους «για να ανταπεξέλθουν στους υψηλότερους λογαριασμούς βενζίνης, τροφίμων και ιατρικών συνταγών», σύμφωνα με το πρακτορείο Associated Press. Οι πληροφορίες γι’ αυτό προέρχονται από σελίδες αγγελιών στο διαδίκτυο, όπως το Craigslist, όπου ο αριθμός των ειδών για πώληση «έχει υπερδιπλασιαστεί από τον Μάρτιο του 2007 μέσα σ’ ένα χρόνο, και ανέρχεται σχεδόν σε 15 εκατομμύρια». Συχνά, οι αγγελίες συνοδεύονται από ικεσίες: «Παρακαλώ αγοράστε οτιδήποτε μπορείτε, για να με βοηθήσετε».

Ο Arun Gupta είναι συγγραφέας και συντάκτης του περιοδικού Indypendent. Γράφει στο ZMagazine και στο Left Turn.

Μετάφραση: Ελπίδα Σαμαράκη




[1] Στα προθεσμιακά συμβόλαια, οι αντισυμβαλλόμενοι συμφωνούν για την αγοραπωλησία αγαθού σε προσυμφωνημένη μελλοντική χρονική στιγμή και προκαθορισμένη τιμή.

[2] Το δικαίωμα προαίρεσης είναι ένα συμβόλαιο που δίνει στον κάτοχό του το δικαίωμα αλλά όχι την υποχρέωση να αγοράσει ή να πουλήσει ένα περιουσιακό στοιχείο σε κάποια προκαθορισμένη τιμή σε μία ορισμένη χρονική περίοδο.



Η Υπερθέρμανση του Πλανήτη, η Κοινωνική ανισότητα



και η Εξουσία.

Γκαρ Λίποφ

Κανείς, εκτός από ελάχιστους παρανοϊκούς, δεν αμφισβητεί πια ότι το προκαλούμενο χάος στις κλιματικές συνθήκες από τους ανθρώπους θέτει σε κίνδυνο τις ζωές όλων μας. Οι σοβαρότερες επιστημονικές και τεχνικές ομάδες, που έχουν μελετήσει το ζήτημα, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι σήμερα διαθέτουμε την τεχνολογική δυνατότητα να αντικαταστήσουμε τα ορυκτά καύσιμα, που εκπέμπουν ρύπους και ενισχύουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, με καύσιμα βελτιωμένης απόδοσης και με καθαρή ενέργεια. Το κόστος, στην χειρότερη περίπτωση, θα αγγίζει περίπου τον τρέχοντα παγκόσμιο προϋπολογισμό για στρατιωτικές δαπάνες, μπορεί όμως να είναι και πολύ μικρότερο. Η ερώτηση επομένως είναι: τι είναι αυτό που μας εμποδίζει;

Για να απαντήσουμε στο ερώτημα θα πρέπει να εξετάσουμε τα αίτια της υπερθέρμανσης του πλανήτη, όχι τις φυσικές αίτιες αλλά τα αρνητικά στοιχεία του οικονομικού και πολιτικού συστήματος που δεν επιτρέπουν την εφαρμογή λύσεων από τη στιγμή που έγινε γνωστό το πρόβλημα.

Τέτοιο στοιχείο είναι η κοινωνική ανισότητα. Η δε εξουσία, που συντηρεί αυτήν την ανισότητα, είναι αυτή που παράγει τα διεστραμμένα κίνητρα σχετικά με τη χρήση των πόρων. Ένα παράδειγμα είναι η έλλειψη ενός ολοκληρωμένου κοινωνικού συστήματος τιμολόγησης, που ευθύνεται ως οικονομικός παράγοντας για την υπερθέρμανση του πλανήτη. Η χρήση ορυκτών καυσίμων επιβαρύνει με κόστος ακόμη και αυτούς που δεν τα χρησιμοποιούν. Η επιβολή φόρων για την κάλυψη μέρους αυτού του κόστους θα μείωνε τις εκπομπές ρύπων, αλλά δεν γνωρίζουμε σε τι ποσοστό. Ο Άρθουρ Πίγκου επινόησε τη φορολόγηση αυτού του είδους το 1912. Αυτό που προκαλεί σύγχυση, με την πρώτη ματιά, είναι για ποιο λόγο οι μεγάλες εταιρίες και οι μεγιστάνες του πλούτου δεν ενθουσιάστηκαν ποτέ με την ιδέα αυτή, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος της άμεσης φορολογίας θα επιβάρυνε τους καταναλωτές. Η απάντηση βρίσκεται στο ζήτημα της κοινωνικής ανισότητας. Η έλλειψη κοινωνικού συστήματος τιμολόγησης σημαίνει ότι όλοι πληρώνουμε ένα μέρος από το κόστος που προκαλούν οι άλλοι. Αλλά λόγω της κοινωνικής ανισότητας, οι πολύ πλούσιοι και οι μεγάλες εταιρίες είναι σε θέση να επιβαρύνουν τους άλλους πολύ περισσότερο συγκριτικά με τη δική τους επιβάρυνση – ένα πλεονέκτημα που δεν θα ήθελαν να χάσουν με την επιβολή δίκαιης φορολογίας.

Άλλο πρόβλημα είναι τα εσκεμμένα εμπόδια που μπαίνουν από διάφορους κακόβουλους τύπους τόσο του επιχειρηματικού τομέα όσο και της κυβέρνησης. Αυτοί δεν είναι ασήμαντοι άνθρωποι. Ο Ρος Γκέλπσπαν πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της προηγούμενης δεκαετίας καταγράφοντας τις επιτυχημένες προσπάθειες που κατέβαλλαν οι εταιρίες εκμετάλλευσης άνθρακα, πετρελαίου και παραγωγής αυτοκινήτων, για να αποτρέψουν την επιβολή περιορισμών στην εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου.

Όμως, οι χαμηλές τιμές και οι κακόβουλοι τύποι δεν είναι τα μόνα αρνητικά στοιχεία του συστήματος που ευθύνονται για τη συνεχιζόμενη σπατάλη των πόρων. Ενώ ένα κομμάτι απ’ αυτό που λέμε τεχνολογία καθαρής ενέργειας θα κόστιζε παραπάνω από τη διατήρηση της υπάρχουσας τεχνολογίας (εάν δεν λάβουμε υπόψη την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής), το μεγαλύτερο μέρος θα κόστιζε λιγότερο. Οι εμπειρογνώμονες συμφωνούν ευρέως ότι μπορούμε να ελαττώσουμε την κατανάλωση των μη ανανεώσιμων πόρων, και μάλιστα με κέρδος. Η πλειοψηφία αυτών των ειδικών συμφωνεί ότι διάφορες βελτιώσεις στην αποδοτικότητα των ανθρώπων-μηχανών-καυσίμων με την υπάρχουσα τεχνολογία θα μπορούσαν να μειώσουν τουλάχιστον κατά 40% την κατανάλωση, αποκομίζοντας κέρδη σε σχέση με τα καύσιμα που θα γλιτώσουμε. Επιπλέον, οι εμπειρογνώμονες συμφωνούν ότι οι υπάρχουσες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η αιολική ενέργεια και η ηλιακή ενέργεια από τη θέρμανση νερού και αέρα, θα μπορούσαν να καλύψουν το 20-30% των υπόλοιπων ενεργειακών απαιτήσεων, επίσης με κέρδη. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσαμε να γλιτώσουμε πάνω από το 50% της εκπομπής βλαβερών αερίων, και μάλιστα κερδοφόρα. Μια σημαντική μειοψηφία επιστημόνων, συμπεριλαμβανομένων των Άμορυ Λόβινς (του ιδρύματος Rocky Mountain Institute) και του Δρ.Φρέντριχ Μπλήκ (του ιδρύματος Factor 10 Institute), θεωρούν ότι οι βελτιώσεις στην αποδοτικότητα μπορούν να είναι πολύ πάνω από το 40% που ανέφερα, με αποτέλεσμα η εξοικονόμηση αυτή να είναι αρκετή για να πληρώσει το κόστος από τις υπόλοιπες μειώσεις εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Το ερώτημα είναι γιατί ένα σύστημα βασισμένο στην ελεύθερη αγορά αγνοεί τη δυνατότητα να αποκομίσει μεγάλα κέρδη; Η απάντηση είναι ότι πέρα από τη δύναμη που έχουν συγκεκριμένες εταιρίες, που δεν τους συμφέρει αυτή η αλλαγή, η κοινωνική ανισότητα δημιουργεί επιπλέον κάποιες άλλες παρενέργειες, που οδηγούν επίσης στην κατασπατάληση των πόρων.

Μια από αυτές τις παρενέργειες είναι η τριπλή σύγκρουση μεταξύ ιδιοκτητών, εργαζομένων και διευθυντών. Εξαιτίας αυτής της σύγκρουσης, χάνονται ευκαιρίες να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργατικής δύναμης· ευκαιρίες που δεν θα απαιτούσαν πρόσθετους πόρους. Με αυτήν την έννοια, οι χαμένες ευκαιρίες σημαίνουν και χαμένη αποδοτικότητα των πόρων.

Ένα ιδιαίτερα τραγικό παράδειγμα της σύγκρουσης εργαζομένων-ιδιοκτητών είναι η περίπτωση της “κοντής σκαπάνης”. Το βιβλίο Fight in the Fields, περιγράφει τους αγώνες ενάντια σε αυτό που ονομάστηκε «η σκαπάνη του διαβόλου». Η «EL Cortito», «η κοντή», ήταν μια σκαπάνη που είχε μήκος μόνο 24 ίντσες (75 περίπου εκατοστά), αναγκάζοντας τους εργάτες που την χρησιμοποιούσαν στα αγροκτήματα να σκύβουν όλη την ημέρα, γεγονός που συχνά τους προκαλούσε μόνιμο τραυματισμό στην πλάτη… Οι καλλιεργητές υποστήριξαν ότι χωρίς τη χρήση της σκαπάνης αυτής θα υπήρχε απώλεια στη συγκομιδή και, επομένως, μερικοί αγρότες θα κατέληγαν στην πτώχευση. Κι όμως, όταν οι εργαζόμενοι στα αγροκτήματα κέρδισαν την επταετή μάχη και σταμάτησε η χρήση αυτού του εργαλείου βασανισμού «ο προϊστάμενος σε μία από τις μεγαλύτερες καλλιέργειες μαρουλιού στην Καλιφόρνια, και αντίθετος με την απαγόρευση της χρήσης της σκαπάνης, παραδέχτηκε ότι οι εργάτες του προσαρμόστηκαν γρήγορα στη νέα σκαπάνη, έγιναν αποτελεσματικότεροι και αύξησαν την παραγωγικότητα κατά 5-10% από την πρώτη κιόλας ημέρα».

Η Σοσάνα Ζούμποφ κατέγραψε μία ακόμη περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ εργαζομένων και ιδιοκτητών από τη μια πλευρά και μεσαίων διευθυντικών στελεχών από την άλλη, στη μελέτη της σχετικά με μία επιχείρηση παραγωγής χαρτιού, την Tiger Creek Mill. Σε μία από τις πρώτες περιπτώσεις χρησιμοποίησης υπολογιστών από εταιρίες, όλες οι πληροφορίες για τα έξοδα και την παραγωγή τέθηκαν στη διάθεση των εργατών γραμμής. Αυτή η καινοτομία χρησιμοποιήθηκε για να μειωθούν μαζικά οι δαπάνες. Τα μεσαία διευθυντικά στελέχη, όμως, διέκοψαν την πρόσβαση των εργαζομένων σε ένα μεγάλο μέρος αυτών των πληροφοριών και χρησιμοποίησαν τους υπολογιστές για την αυτοματοποιημένη επίβλεψη των εργαζομένων. Αυτή η αλλαγή προκάλεσε μεγάλη επιβράδυνση στη μείωση των δαπανών. Στις συνεντεύξεις με τη Ζούμποφ, μερικά μεσαία στελέχη εξέφρασαν την ανησυχία τους για τη δημιουργία σοβαρών προβλημάτων ασφαλείας, ενώ άλλοι είπαν ρητά ότι ήταν δική τους δουλειά η μείωση των δαπανών. Στην ουσία ανησυχούσαν ότι, εφόσον οι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να κάνουν τη δική τους δουλειά, η εταιρία δεν θα τους χρειαζόταν πια.

Η σπατάλη, όμως, μπορεί να είναι και παρενέργεια θετικών στοιχείων που δεν επιθυμούμε να χάσουμε. Για παράδειγμα, η εξειδίκευση της εργασίας στον τομέα του σχεδιασμού συστημάτων οδηγεί μεν στη βελτίωση των επί μέρους ανεξάρτητων τμημάτων, αλλά τελικά δημιουργεί συστήματα τα οποία δεν είναι ιδανικά σαν σύνολο. Πολλές τεχνικές εξοικονόμησης ενέργειας δεν εφαρμόζονται επειδή αφορούν ξεχωριστά τον κάθε υποτομέα εργασίας, και δεν προστίθενται για γνωρίζουμε το μέγεθος της εξοικονόμησης, επειδή οι υποτομείς δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Παρόλα αυτά, εξαρτιόμαστε από την εξειδίκευση, ακόμα κι αν αποτελεί εμπόδιο στην αντίληψη ενός συστήματος σαν σύνολο. Στην ταινία Buckaroo Banzai του 1984, ο κεντρικός πρωταγωνιστής ήταν ταυτόχρονα νευροχειρουργός, φυσικός, οδηγός αγωνιστικών αυτοκινήτων, αστέρας της ροκ και τυχοδιώκτης. Δεν περιμένουμε αυτό το φάσμα ικανοτήτων από πραγματικούς ανθρώπους. Και αν δεν επιθυμούμε την εξάλειψή τής εξειδίκευσης, θα πρέπει να βρούμε τρόπους να αντισταθμίσουμε τις παρενέργειές της.

Όπως η διασπορά των γνώσεων-πληροφοριών είναι η σκοτεινή πλευρά της εξειδίκευσης, έτσι και η ενοποίηση των πληροφοριών, η συσσωμάτωσή τους, είναι η σκοτεινή πλευρά της λήψης αποφάσεων με βάση την τιμή ενός αγαθού. Τα εξελιγμένα χαρακτηριστικά ενεργειακής αποδοτικότητας ενσωματώνονται σε μοντέλα μαζί με άλλα εξελιγμένα χαρακτηριστικά, τα οποία ο πελάτης μπορεί να μην επιθυμεί. Για παράδειγμα, τα πιο αποδοτικά πλυντήρια μπορεί να είναι διαθέσιμα μόνο σε μοντέλα που ενσωματώνουν και άλλα διακοσμητικά στοιχεία, που αυξάνουν πολύ την τιμή. Αυτό αποκαλείται «επιχρύσωση» ή στην οικονομική επιστήμη «συσσωμάτωση χαρακτηριστικών». Όπως συμβαίνει και με την εξειδίκευση, η ενσωμάτωση των πληροφοριών για ένα αγαθό στην τιμή του είναι περισσότερο μία λειτουργία παρά ελάττωμα. Φανταστείτε να ψωνίζαμε χωρίς κάποιο είδος τιμολόγησης που να μας επιτρέπει να συγκρίνουμε τα αγαθά μεταξύ τους. Συχνά χρησιμοποιούμε τα μήλα και τα πορτοκάλια, ως παραδείγματα αγαθών που δεν συγκρίνονται. Όμως, το γεγονός ότι και τα δύο αυτά είδη έχουν τιμές μάς επιτρέπει να κάνουμε ακριβώς αυτό: να τα συγκρίνουμε.

Ο κάθε ένας από εμάς επηρεάζει το κοινωνικό σύνολο, και το κοινωνικό σύνολο επηρεάζει τον κάθε έναν από εμάς. Οι κοινωνικές διαιρέσεις, και οι εξουσιαστικές ιεραρχίες που μας εμποδίζουν να τις κατανοήσουμε και να αγωνιστούμε εναντίον τους, είναι οι πρωταρχικές αιτίες της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Ο αγώνας ενάντια στην τραγική επιδείνωση των κλιματικών συνθηκών είναι αναπόσπαστο κομμάτι του αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη, και δεν μπορεί να πετύχει ανεξάρτητα απ’ αυτόν. Οι καλύτερες πολιτικές για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών είναι η αύξηση της κοινωνικής ισότητας και η ενίσχυση της κοινωνικής αλληλεγγύης.

Ο Gar Lipow ασχολείται πολλά χρόνια με τον ακτιβισμό για ζητήματα περιβάλλοντος και είναι συγγραφέας με ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις.

Μετάφραση: Νίκος Στυλόπουλος





Ο Μπάρακ Ομπάμα, η Αριστερά και το στενό φάσμα της πολιτικής κουλτούρας

Πωλ Στρητ



Καταλαβαίνεις ότι ζεις σε καθεστώς ολοκληρωτικής πολιτικής κουλτούρας, όταν ένας σεβαστός δημοσιογράφος, εκφραστής της κυρίαρχης τάσης, χαρακτηρίζει ως αριστερό τον πολιτικό που συμμορφωνόταν πάντοτε με τις κατεστημένες σχέσεις εξουσίας.

Σε ένα πρόσφατο, καλοδουλεμένο κείμενο του New Yorker για την πρότερη πολιτική καριέρα του Μπάρακ Ομπάμα στο Σικάγο και το Ιλλινόις, ο Ράιαν Λίτσα κάνει μια εύστοχη παρατήρηση: «Ίσως η μεγαλύτερη παρανόηση σχετικά με τον Ομπάμα είναι ότι πρόκειται για κάποιον αντικαθεστωτικό, επαναστατικό τύπο. Αντίθετα, κάθε στάδιο της πολιτικής του καριέρας χαρακτηρίζεται από μία σφοδρή διάθεση να εξυπηρετήσει προσωπικά τους θεσμούς του καθεστώτος, αντί να τους καταργήσει ή να τους αντικαταστήσει». Παρακάτω, στο ίδιο κείμενο ο Λίτσα σημειώνει ότι ο Ομπάμα υποστηρίζει την πολιτική των «σταδιακών μεταρρυθμίσεων».

Παρόλα αυτά, στο τέλος του άρθρου, ο Λίτσα δηλώνει ότι «ο Ομπάμα ανήκει ιδεολογικά στην αριστερά».[1]

Μόνο όσοι από μας παραμένουν υποψιασμένοι και δεν έχουν πιστέψει ακόμη ότι 2 και 2 κάνουν 5, μπορούν να μαντέψουν τι συμβαίνει στο μυαλό του Λίτσα.

Πώς είναι δυνατόν ένας «φανατικός» υπηρέτης της εξουσίας και «μεταρρυθμιστής» να ανήκει ιδεολογικά στην αριστερά; Η πραγματική ιστορική αριστερά από τον Τζέραρντ Ουινστάνλεϊ και ακόμη νωρίτερα, στη συνέχεια μέσω του Μαρξ, του Μπακούνιν και της Ρόζα Λούξεμπουργκ ως και τις μέρες μας, αγωνίζεται για ριζοσπαστική-δημοκρατική δομική και θεσμική ανατροπή και μετασχηματισμό της κοινωνίας. Μιλά για επανάσταση.

Ίσως ο Λίτσα θέλει να πιστέψουμε ότι το ριζικά κεντρώο, συντηρητικό παρελθόν του Ομπάμα – μία ιστορία συμβιβασμού, πανουργίας, επιφυλακτικότητας και μαλθακότητας, την οποία έχω αναλύσει ως ένα σημείο στο επόμενο βιβλίο μου και σ’ ένα πρόσφατο άρθρο για την καριέρα του Ομπάμα πριν γίνει σούπερ σταρ[2] – είναι μόνο ένα παιχνίδι που παίζει, έτσι ώστε να κοροϊδέψει τα μεγάλα εταιρικά συμφέροντα, να κατακτήσει το προεδρικό αξίωμα και να υιοθετήσει μετά ριζοσπαστική ατζέντα. Την ίδια γραμμή υποστηρίζει, σχετικά με τον Ομπάμα, και ένα μεγάλο κομμάτι της δεξιάς, θορυβώδους πτέρυγας των Ρεπουμπλικάνων. Αυτοί οι αρχιαντιδραστικοί παλαβοί, ουσιαστικά, υποστηρίζουν ότι ο Ομπάμα είναι σοσιαλιστής ή τέλος πάντων κάποιου είδους αριστερός ριζοσπάστης.

Αυτό είναι εντελώς γελοίο, βέβαια, και απολύτως αντίθετο με την αστική ανατροφή και εκπαίδευση του Ομπάμα (π.χ. νομική σχολή του Χάρβαρντ) και την εξέλιξή του σε σούπερ-χρηματοδοτούμενο υποψήφιο («Ομπάμα Α.Ε.») από εταιρικά κονδύλια της Έξελον, UBS, Γκόλντμαν Σακς και άλλων.

Ίσως ο Λίτσα εννοεί ότι ο Ομπάμα διαχωρίζει τις προσωπικές πεποιθήσεις του (θεωρητικά «αριστερές») από τη δημόσια, πολιτική συμπεριφορά του. Αυτή είναι μία ύποπτη άποψη, που μάλλον δεν έχει ουσιαστικό πολιτικό νόημα, ακόμη και αν ίσχυε, κάτι που φαίνεται εντελώς απίθανο.

Δεν νομίζω ότι ο Λίτσα (που φαίνεται σχετικά έξυπνος άνθρωπος) είναι τόσο ανόητος, ώστε να συμμεριστεί την άποψη των παρανοϊκών συντελεστών του εθνικιστικού καναλιού FOX ότι ο βαθιά συντηρητικός Ομπάμα είναι ένας κρυφός ριζοσπάστης (σύμφωνα με τη Larissa MacFarquahar σε ένα άρθρο στο περιοδικό New Yorker το 2007[3]) που περιμένει τη στιγμή να κατακτήσει τον Λευκό Οίκο για να πετάξει από πάνω του τον δεξιό μανδύα.

Η καλύτερη εξήγηση για τον χαρακτηρισμό του Ομπάμα ως αριστερού από τον Λίτσα είναι ότι έχει στενέψει υπερβολικά το φάσμα της αποδεκτής διαμάχης και διαφοροποίησης στην κατεστημένη πολιτική κουλτούρα των ΗΠΑ, όντας η τελευταία τόσο διεφθαρμένη από το χρήμα και χειραγωγημένη από τα εταιρικά συμφέροντα.[4] Οποιοσδήποτε δεν υποστηρίζει μία εξτρεμιστική και πλήρως οπισθοδρομική , σούπερ μιλιταριστική ατζέντα – που περιλαμβάνει και ρυθμίσεις όπως η άμεση ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, η εισβολή στο Ιράν ή έναν νέο ψυχρό πόλεμο με τη Ρωσία – θεωρείται, πλέον, «αριστερός» από τους επιφανείς διανοουμένους. Όσον αφορά τον Λίτσα, τους αρχισυντάκτες του και αρκετούς άλλους της προνομιούχας τάξης «εργαζομένων», η αριστερά που αγωνίζεται για ριζοσπαστική, δομική αλλαγή (που υποστηρίχτηκε ακόμη και από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ από το 1966 και μετά) ανήκει αμετάκλητα στο περιθώριο· θεωρείται παράνοια. Αξίζει την ίδια προσοχή με αυτή που δίνουμε στα φλύαρα λόγια ενός γέρου, ξεχασμένου στο τρελοκομείο. Έπαψε να υπάρχει.

Δεν έχει κανένα νόημα ούτε και αξία να συζητάμε πλέον κεντρικά ζητήματα όπως ταξική ανισότητα, ρατσισμός, αυτοκρατορική νοοτροπία, εθνικός ναρκισσισμός («αμερικανικός εκλεκτισμός»), κρατική καταστολή, κυριαρχία των εταιριών και το ζήτημα του θεμελιώδους, αέναου υπόγειου αγώνα μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας. Μόνο φανατικοί και ηλίθιοι απασχολούν τον εαυτό τους με τέτοια «ξεπερασμένα» ερωτήματα, σε μία εποχή που έχει ξεπεράσει (αυτού του είδους) το ιστορικό στάδιο.

Η κυρίαρχη πολιτική τάση, όσον αφορά το φάσμα της αποδεκτής πολιτικής διαμάχης, έχει μετακινηθεί τόσο δεξιά, ώστε άνθρωποι σαν την Χίλαρι Κλίντον και τον ιδεολογικό της αδελφό Μπάρακ Ομπάμα (που βρίσκεται, ουσιαστικά, στη δεξιά πλευρά της Κλίντον, σχετικά με την εσωτερική πολιτική) αποκαλούνται άνθρωποι «της αριστεράς». Άσχετα αν χρηματοδοτούν και υπερασπίζονται την εγκληματική και μαζικά δολοφονική, πετρελαιο-αποικιακή κατοχή εδαφών στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, αρνούνται να προωθήσουν την ασφάλιση υγείας από έναν και μόνο φορέα, και καταγγέλλουν τη Βενεζουέλα που τόλμησε να αμφισβητήσει την κυριαρχία του οπισθοδρομικού, αμερικανικού νεοφιλελευθερισμού. Τι πειράζει αν ο Ομπάμα ζητά να ανατεθούν τα εγχώρια προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας στις διάφορες φονταμενταλιστικές, χριστιανικές οργανώσεις; Τι πειράζει αν ψηφίζει υπέρ της μείωσης της αποζημίωσης που μπορεί να διεκδικήσει ο πολίτης από τις εταιρίες; Αν μεταβάλλει προς τα δεξιά την άποψή του για τις αντισυνταγματικές, ομοσπονδιακές παρακολουθήσεις, αποδεχόμενος αναδρομική ασυλία για τους τηλεπικοινωνιακούς κολοσσούς που κατηγορήθηκαν για παράνομη κατασκοπεία; Τι πειράζει αν το πολεμικό επιτελείο του Ομπάμα προτίθεται να διορίσει σε υψηλή θέση τον Ράντι Μπιρς, που βοήθησε στην εκπόνηση του σχεδίου «Κολομβία», με βάση το οποίο ξοδεύονται δισεκατομμύρια δολάρια για τη συγκρότηση δολοφονικών αστυνομικών αποσπασμάτων για την καταπολέμηση των «μαρξιστών επαναστατών»; Τι πειράζει αν ο Ομπάμα ευγνωμονεί τον Ρόναλντ Ρήγκαν που έσωσε τη χώρα από τους λεγόμενους «εξτρεμισμούς του ‘60», όπως ήταν ο φεμινισμός, ο αγώνας των μαύρων και η λαϊκή αντίσταση στην αμερικανική «σταύρωση της νοτιοανατολικής Ασίας» (Νόαμ Τσόμσκι); Τι πειράζει αν επικροτεί μέχρι σήμερα τη διεξαγωγή του 1ου πολέμου του Κόλπου από τον Μπους τον πρεσβύτερο, όπου οι ΗΠΑ σφαγίασαν αμέτρητες χιλιάδες παραδομένων ιρακινών στρατιωτών στη «Λεωφόρο του Θανάτου» (Highway of Death) και άφησαν ελεύθερες τις δυνάμεις του Σαντάμ να πετσοκόψουν τους Σιίτες και τους Κούρδους, τους οποίους ο Λευκός Οίκος είχε αρχικά ενθαρρύνει να επαναστατήσουν; Τι πειράζει αν…(συμπληρώστε το κενό: η λίστα με τις δεξιές αντιλήψεις και πράξεις του Ομπάμα αυξάνεται καθημερινά).

Στο αμερικανικό σύστημα του «ενός και μισού κόμματος», ό,τι ήταν κεντρώο, τώρα είναι «αριστερό» και ό,τι ήταν ακροδεξιό, τώρα είναι κεντρώο. Μία εξέχουσα προεδρική υποψηφιότητα μπορεί ταυτόχρονα να περικλείει τις ιδεολογίες του καπιταλισμού και της αυτοκρατορίας – όπως επανειλημμένα απέδειξε πολλές φορές ο Ομπάμα με γκροτέσκ, εξτρεμιστικό τρόπο[5] – και , παράλληλα, να είναι «άνθρωπος της αριστεράς». Ο πόλεμος είναι Ειρήνη. Η Αγάπη είναι Μίσος. Και, 2 συν 2 κάνουν 5.

Εντάξει, εδώ όμως υπάρχει πρόβλημα. Το ανθρώπινο είδος δεν μπορεί να επιβιώσει για πολύ με αξιοπρεπή και ελκυστικό τρόπο ζωής, χωρίς ακριβώς αυτήν την «αντικαθεστωτική-επαναστατική» αλλαγή, στην οποία ο «αριστερός» Ομπάμα έχει επανειλημμένα αντιταχθεί. Οι μεταρρυθμίσεις δεν επαρκούν. Η «πολιτική των σταδιακών αλλαγών» δεν μπορεί να τα καταφέρει σ’ αυτή τη φάση. Οι σφοδρές οικολογικές και κοινωνικοοικονομικές δυσκολίες που μαστίζουν την ανθρωπότητα απαιτούν μία διεύρυνση του αμερικανικού ηθικού, ιδεολογικού και πολιτικού φάσματος πολύ πιο πέρα από τον υποκριτικό, δήθεν υπεράνω ιδεολογιών, πραγματισμό του Ομπάμα και του συμβουλίου του, που νοιάζονται μόνο για τα εφήμερα, πρακτικά επιτεύγματα. Η καπιταλιστική οικονομία, κοινωνία και πολιτική (η τελευταία ως «η σκιά των μεγάλων εταιριών που πέφτει πάνω στην κοινωνία» όπως έγραψε ο Τζον Ντιούι σχεδόν πριν από έναν αιώνα) είναι ασυμβίβαστες με την οικολογική επιβίωση, την κοινωνική δικαιοσύνη, ειρήνη και δημοκρατία.

Πρέπει να βγάλουμε τους ριζοσπάστες αντικαπιταλιστές και τις δικές μας καταπιεσμένες αντικαπιταλιστικές φύσεις έξω από τη φυλακή τους ή αλλιώς θα πεθάνουμε (ή μπορεί αλλιώς να είναι καλύτερα να πεθάνουμε). Ή δημοκρατικός, συμμετοχικός αντι- ή μετα- καπιταλισμός, ή βαρβαρότητα. Η ανθρωπότητα θα καταργήσει το κερδοσκοπικό σύστημα και θα χτίσει μία ριζοσπαστικά δημοκρατική, καινούργια, συγκροτημένη, συμμετοχική, ανθεκτική κοινωνική πραγματικότητα ίσων ανθρώπων… ή θα σαπίσει, σχετικά σύντομα, στην ιστορική της πορεία.

Δεν φταίω εγώ που η πραγματικότητα αυτή είναι αριστερή-αναρχική.



Ο Paul Street είναι βετεράνος ιστορικός και ακτιβιστής που ζει στην Αϊόβα.

Μετάφραση: Δημήτρης Κωνσταντίνου




[1] Ryan Lizza, Making It: How Chicago Shaped Obam» The New Yorker, (21 Ιουλ. 2008).

[2] Paul Street, Barack Obama and the Future of American Politics (Boulder, CO: Paradigm, 2008). Statehouse Days: The Myth of Barack Obama's ‘True Progressive' Past, ZNet (20 Ιουλ. 2008), http://www.zmag.org/znet/viewArticle/18224.

[3] Larissa MacFarquhar, The Conciliator: Where is Barack Obama Coming From?, The New Yorker (7 Μαΐου 2007).

[4] Sheldon Wolin, Democracy Incorporated: Managed Democracy and the Specter of Inverted Totalitarianism (Princeton, NJ: Princeton University Press, 2008).

[5] Για περισσότερες λεπτομέρειες ανατρέξτε στα άρθρα μου: Obama's Audacious Deference to Power, ZNet Magazine (24-1-2007), http://www.zmag.org/content/showarticle.cfm?ItemID=11936. Imperial Temptations: John Edwards, Barack Obama, and the Myth of Post-World War II United States Benevolence, ZNet Magazine (28-5-2007), http://www.zmag.org/content/showarticle.cfm?ItemID=12928. ‘Angry John' Edwards v. KumbayObama, SleptOn Magazine (28-12-2007), www.slepton.com/slepton/viewcontent.pl?id=1234. Obama Speaks: ‘Oh Great White Masters, you Just Haven't Been Asked to Help America' Black Agenda Report (19-12-2008). The Audacity of Imperial Airbrushing and Why It Matters, Black Agenda Report (9-7-2008), www.blackagendareport.com/index.php?option=com_content&task=view&id=695&Itemid=1.

Μερικές σκέψεις για τον πατριωτισμό, γραμμένες την



4η Ιουλίου

Ουίλιαμ Μπλουμ



Η σημαντικότερη σκέψη: Έχω κουραστεί και μου προκαλεί εμετό αυτό το πράγμα που αποκαλείται «πατριωτισμός».



Οι Ιάπωνες πιλότοι που βομβάρδισαν το Πέρλ Χάρμπορ επέδειξαν πατριωτισμό. Οι Γερμανοί που υποστήριξαν τον Χίτλερ και τις κατακτήσεις του ήταν πατριώτες, που πάλευαν για τα πάτρια εδάφη. Όλοι οι λατινοαμερικανοί στρατιωτικοί δικτάτορες, που επιβλήθηκαν στις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις και που επανειλημμένα βασάνιζαν ανθρώπους, ήταν πατριώτες που έσωζαν την αγαπημένη τους χώρα από τον «κομμουνισμό».



Στρατηγός Αγκούστο Πινοσέτ της Χιλής: «Θέλω να με θυμούνται ως έναν άνθρωπο που υπηρέτησε την πατρίδα του». [1]



Π. Μποτά, πρώην πρόεδρος του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική: «Δεν πρόκειται να μετανοήσω. Δεν πρόκειται να ζητήσω ευνοϊκή μεταχείριση. Ό,τι έκανα το έκανα για την πατρίδα μου».[2]



Πωλ Ποτ, δολοφόνος του λαού της Καμπότζης: «Θέλω να γνωρίζετε πως ό,τι έκανα, το έκανα για την πατρίδα μου».[3]



Τόνι Μπλερ, πρώην βρετανός πρωθυπουργός, υπερασπιζόμενος τον ρόλο του στη δολοφονία εκατοντάδων χιλιάδων Ιρακινών: «Έκανα ό,τι θεώρησα πως ήταν σωστό για την πατρίδα μας».[4]



Δεν θέλω να γίνω βαρετός με την αναφορά όσων έχει πει ο Τζόρτζ Μπους.



Στο τέλος του Β΄Π.Π., οι Ηνωμένες Πολιτείες έδιναν μαθήματα ηθικής στους γερμανούς αιχμάλωτους και στον γερμανικό λαό σχετικά με το απαράδεκτο της δικαιολογίας τους ότι, δηλαδή, «απλώς υπάκουαν στη νόμιμη γερμανική κυβέρνηση»· δεν έφταιγαν για το ολοκαύτωμα. Για να τους αποδείξουν πόσο νομικά απαράδεκτος ήταν αυτός ο ισχυρισμός, οι σύμμαχοι του Β΄Π.Π. κρέμασαν όσους αποτελούσαν εξέχοντα παραδείγματα τέτοιας πατριωτικής πίστης.



Κάποτε, μετά από μία συζήτηση, με ρώτησαν: «Αγαπάτε την Αμερική;» Απάντησα: «Όχι». Και μετά από σκόπιμη παύση μερικών δευτερολέπτων, ώστε οι ακροατές μου να καταλάβουν την απάντηση, και εν μέσω νευρικών μουρμουρητών, συνέχισα: «Δεν αγαπώ καμία χώρα. Είμαι πολίτης του κόσμου. Αγαπώ ορισμένες αρχές, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις ατομικές ελευθερίες, τη δημοκρατία, ένα οικονομικό σύστημα που βάζει τους ανθρώπους πάνω από το κέρδος».



Δεν κάνω διακρίσεις μεταξύ του πατριωτισμού και του εθνικισμού. Μερικοί συγγραφείς εξισώνουν τον πατριωτισμό με την υποταγή κάποιου στη χώρα του και στην κυβέρνηση, ενώ ορίζουν τον εθνικισμό ως ένα σύνολο συναισθημάτων εθνικής ανωτερότητας. Όμως, όπως και εάν ορίσει κάποιος τις δύο αυτές έννοιες, οι ψυχολογικές και συμπεριφορικές εκδηλώσεις του εθνικισμού και του πατριωτισμού – συμπεριλαμβανομένης της επίδρασης τέτοιων συναισθημάτων στην καθημερινή πολιτική – δεν διαχωρίζονται εύκολα· πραγματικά, η μία έννοια δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την άλλη.

Ο Χάουαρντ Ζιν έχει ορίσει τον εθνικισμό ως «ένα σύνολο πεποιθήσεων οι οποίες διδάσκονται σε κάθε γενιά, και σύμφωνα με τις οποίες, η μητέρα πατρίδα ή τα πάτρια εδάφη αποτελούν αντικείμενο λατρείας και την φλογερή αιτία για κάποιον να σκοτώσει τα παιδιά κάποιας άλλης μητέρας πατρίδας».[5] … «Ο πατριωτισμός χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι όλοι όσοι βρίσκονται σε μία χώρα έχουν κοινά συμφέροντα».[6]



Η μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών έχει ισχυρά συναισθήματα πατριωτισμού, που είναι έκδηλα. Τα συναισθήματα αυτά βρίσκονται βαθύτερα κρυμμένα στους πιο «προοδευτικούς» και «σοφιστικέ» πολίτες, αλλά είναι σχεδόν πάντοτε εκεί, έτοιμα να φουντώσουν.



Ο Αλέξις Ντε Τοκβίλ, γάλλος ιστορικός του 19ου αιώνα, έγραψε σχετικά με τη μακροχρόνια παραμονή του στις Ηνωμένες Πολιτείες: «Είναι αδύνατο να υπάρξει μία πιο ενοχλητική και φλύαρη μορφή πατριωτισμού. Κουράζει ακόμη και εκείνους που είναι διατεθειμένοι να τον σεβαστούν».[7]



Ο Τζόρτζ Μπους, ο πρεσβύτερος, όταν έδωσε αμνηστία στον πρώην υπουργό Άμυνας Κασπάρ Γουαινμπέργκερ και σε 5 ακόμη άτομα που σχετίζονταν με το σκάνδαλο της παράνομης πώλησης όπλων στο Ιράν για τη χρηματοδότηση των Κόντρας, δήλωσε: «Κατ' αρχάς, τα κίνητρά τους είχαν κοινό παρονομαστή τον πατριωτισμό, ανεξάρτητα εάν οι ενέργειές τους ήταν σωστές ή λάθος».[8]

Πρόκειται για ένα πρωτόγονο αδύνατο σημείο μίας κοινωνίας που θέλει να λέγεται λογική. Οι ΗΠΑ είναι η χώρα με τον περισσότερο πατριωτισμό και θρησκοληψία στον αποκαλούμενο ανεπτυγμένο κόσμο.

Αυτό το φαινόμενο του αμερικανικού πατριωτισμού μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα ως η σημαντικότερη περίπτωση μαζικής υστερίας στην ιστορία, στην οποία το πλήθος λατρεύει την ισχύ της χώρας του, που είναι υπερδύναμη, ως υποκατάστατο για την παντελή έλλειψη εξουσίας πάνω στην καθημερινή του ζωή. Ο πατριωτισμός, όπως η θρησκεία, καλύπτει την ανάγκη των ανθρώπων για κάτι μεγαλύτερο με το οποίο να μπορούν να συνδέσουν στενά την προσωπική τους ζωή.



Έτσι και αυτήν την 4η Ιουλίου, αγαπητοί αμερικανοί συμπολίτες μου, μερικοί από εσάς θα σηκώσετε τις γροθιές σας ψηλά και θα φωνάξετε: « U! S! Α! U! S! Α!» Και θα παρελάσετε με τις σημαίες σας και με τις εικόνες του αγάλματος της ελευθερίας. Αλλά, γνωρίζετε ότι ο γλύπτης του αγάλματος έδωσε σ’ αυτό, το πρόσωπο της μητέρας του, μιας αυταρχικής και αδιάλλακτης γυναίκας, η οποία είχε απαγορεύσει ένα άλλο παιδί της να παντρευτεί έναν Εβραίο;



«Ο πατριωτισμός», σύμφωνα με τη διάσημη φράση του Δρ. Σάμουελ Τζόνσον «είναι το έσχατο καταφύγιο των καθαρμάτων». Ο Αμβροζέ Μπίρς, θέλοντας να διαφοροποιηθεί, είπε ότι είναι το πρώτο καταφύγιο.



«Πατριωτισμός είναι η κατηγορηματική πεποίθηση ότι αυτή η χώρα είναι ανώτερη απ’ όλες τις άλλες, επειδή γεννηθήκατε σ’ αυτή». Τζόρτζ Μπέρναρντ Σο



Τζορτζ Όργουελ: «Οι πράξεις θεωρούνται καλές ή κακές, όχι ανάλογα με το ποιόν τους, αλλά ανάλογα με το ποιος τις κάνει. Και δεν υπάρχει, σχεδόν, κανένα είδος φρικαλεότητας που να μην γίνεται πιο ηθικό και να μην ωραιοποιείται, όταν διαπράττεται από “εμάς”, ακόμα και όταν πρόκειται για βασανιστήρια, ομηρίες ανθρώπων, καταναγκαστικά έργα, μαζικές εκτοπίσεις, φυλακίσεις χωρίς δίκη, παραποίηση στοιχείων, δολοφονίες, βομβαρδισμούς αμάχων». Ο εθνικιστής όχι μόνο δεν αποδοκιμάζει τις αγριότητες που διαπράττει η χώρα του, αλλά έχει μια ύποπτη ικανότητα να μην τις μαθαίνει καν.[9]



«Ο όρκος πίστης στην πατρίδα είναι χαρακτηριστικό των ολοκληρωτικών κρατών και όχι των δημοκρατιών» υποστηρίζει ο Ντέιβιντ Κέρτζερ, ένας ανθρωπολόγος του πανεπιστημίου Μπράουν, που ειδικεύεται στις πολιτικές τελετουργικές πράξεις. «Δεν μπορώ να σκεφτώ καμία άλλη δημοκρατία εκτός από τις ΗΠΑ, στην οποία να ορκίζονται πίστη στην πατρίδα».[10] Ή, θα μπορούσε να προσθέσει, όπου οι πολιτικοί επιδεικνύουν τον πατριωτισμό τους, φορώντας κονκάρδες με τη σημαία της χώρας. Ο Χίτλερ επέκρινε τους γερμανούς Εβραίους και τους κομμουνιστές για τον διεθνισμό τους και την έλλειψη εθνικού πατριωτισμού. Ο Φύρερ και ο Μουσολίνι απαιτούσαν οι «αληθινοί πατριώτες» να δίνουν όρκο δημόσια και να επιδεικνύουν την υποταγή τους στις πατρίδες τους. Οι μεταπολεμικές δημοκρατικές κυβερνήσεις των δύο χωρών κατέβαλαν σημαντικές προσπάθειες για να ελαχιστοποιήσουν τέτοιες επιδείξεις εθνικής υπερηφάνειας.



(Παραδόξως, ο αμερικανικός όρκος πίστης στην πατρίδα γράφτηκε το 1889 από τον Φράνσις Μπέλαμυ, ένα ιδρυτικό μέλος της κοινωνίας των χριστιανών σοσιαλιστών· μια ομάδα προτεσταντών υπουργών που υποστήριζαν ότι «οι διδασκαλίες του Ιησού Χριστού οδηγούν άμεσα σε κάποια μορφή ή μορφές σοσιαλισμού».)



Μετά από τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979, διαβάζαμε στον Τύπο ότι «πλέον, επικρατεί μεγάλος βαθμός πατριωτισμού στη Σοβιετική Ένωση, επειδή στις ενέργειες της Μόσχας δεν αντέδρασε κανείς, και έτσι έδειξε ποια είναι η πραγματική δύναμη σε εκείνο το μέρος του κόσμου».[11]

Καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, και ιδιαίτερα στο τελευταίο μισό, αναπτύχθηκε πολύ ο εθνικισμός στον κόσμο. Τον δίδασκαν στα σχολεία, τον τόνιζαν οι εφημερίδες, πολλοί υποκρίνονταν, τον διακήρυτταν και τον τραγουδούσαν. Εξελίχθηκε, τελικά, σε ένα τερατώδες ψέμα, το οποίο επέβαλε το σκότος στις ανθρώπινες σχέσεις. Οι άνθρωποι έφτασαν σε σημείο να θεωρούν ότι το να μην έχει κανείς εθνικότητα είναι τόσο ανάρμοστο, όσο το να παρουσιάζεται γυμνός δημοσίως. Οι ασιατικοί λαοί, που δεν είχαν ακούσει ποτέ προηγουμένως για «εθνικότητα», υιοθέτησαν την έννοια όπως υιοθέτησαν τα τσιγάρα και τα καπέλα». Χ. Γουέλς, Άγγλος συγγραφέας



«Η ίδια η ύπαρξη του κράτους απαιτεί την ύπαρξη κάποιας προνομιούχας τάξης ανθρώπων, η οποία να ενδιαφέρεται διακαώς για την προάσπισή του. Και αυτό που ονομάζεται πατριωτισμός δεν είναι τίποτα άλλο από το σύνολο των συμφερόντων αυτής της τάξης». Μιχαήλ Μπακούνιν, ρώσος αναρχικός.

«Εμένα, μου φαίνεται ότι είναι φρικτή ταπείνωση να ελέγχεται η ψυχή μου από τη γεωγραφία». Τζόρτζ Σανταγιάννα, αμερικανός εκπαιδευτικός και φιλόσοφος.



Ο William Blum είναι βετεράνος δημοσιογράφος και έχει γράψει, μεταξύ άλλων, τα βιβλία, Killing Hope: US Military and CIA Interventions Since World War 2, Rogue State: A Guide to the World's Only Superpower.

Μετάφραση: Νίκος Στυλόπουλος




[1] Sunday Telegraph (London), Ιουλ. 18, 1999.

[2] The Independent (London), Νοεμβ. 22, 1995.

[3] Far Eastern Economic Review (Hong Kong), Οκτ. 30, 1997, Nate Thayer.

[4] Washington Post, Μαΐος 11, 2007.

[5] "Passionate Declarations" (2003).

[6] ZNet Magazine, Μαΐος 2006, συνέντευξη από τον David Barsamian.

[7] "Democracy in America" (1840).

[8] New York Times, Δεκ. 25, 1992.

[9] "Notes on Nationalism" στο "Such, Such Were the Joys" (1945).

[10] Alan Colmes, "Red, White and Liberal" (2003).

[11] San Francisco Examiner, Ιαν. 20, 1980.



Επτά Εγκάρδιες Συμβουλές

Χάουαρντ Ζιν

Ρωτάτε πώς τα καταφέρνω και αγωνίζομαι και παραμένω σχετικά ευτυχισμένος και προσαρμόζομαι σ’ αυτόν τον απαίσιο κόσμο, όπου οι προσπάθειες των ανθρώπων που νοιάζονται ωχριούν μπροστά στη δύναμη της εξουσίας;

Είναι εύκολο. Πρώτον, μην αφήνετε «αυτούς που έχουν εξουσία» να σας τρομοκρατούν. Όση εξουσία και να ‘χουν, δεν μπορούν να σας εμποδίσουν να ζήσετε τη ζωή σας όπως θέλετε, να εκφράσετε αυτό που πιστεύετε, να σκέφτεστε ακηδεμόνευτα και να σχετίζεστε με τους άλλους ανθρώπους όπως επιθυμείτε. (Διαβάστε την αυτοβιογραφία της Έμμα Γκόλντμαν, Living my Life. Ταλαιπωρημένη, ακόμη και φυλακισμένη από την εξουσία, επέμενε να ζει τη ζωή της και να εκφράζεται ελεύθερα.)

Δεύτερον, κάνετε παρέα με ανθρώπους που έχουν τις ίδιες αξίες με σας, τις ίδιες δεσμεύσεις, αλλά που έχουν, ταυτόχρονα, και την αίσθηση του χιούμορ. Ο συνδυασμός αυτός είναι αναγκαίος!

Τρίτον (κοιτάξτε πόσο ακριβής είναι η συμβουλή μου, που κάνω απαριθμήσεις όπως οι επιστήμονες), συνειδητοποιήστε ότι τα γνωστά ΜΜΕ δεν θα σας ενημερώσουν για όλες τις πράξεις αντίστασης που λαμβάνουν χώρα καθημερινά στην κοινωνία, τις απεργίες, τις διαδηλώσεις, τις ατομικές ενέργειες θάρρους ενάντια στην εξουσία. Κοιτάξτε γύρω σας, και σίγουρα θα ανακαλύψετε τέτοιες προσπάθειες που παραμένουν μακριά από τη δημοσιότητα. Και αυτές τις λίγες που θα βρείτε, πολλαπλασιάστε τις επί χίλια, για να καταλάβετε πόσες τέτοιες πράξεις συμβαίνουν καθημερινά.

Τέταρτον. Σημειώστε ότι στην πορεία της ιστορίας πολλοί άνθρωποι αισθάνονταν ανήμποροι απέναντι στην εξουσία, αλλά σε ορισμένες στιγμές αυτοί οι ανήμποροι άνθρωποι, μέσα από την οργάνωση, τη δράση, το ρίσκο και την επιμονή, ανέπτυξαν ικανές δυνάμεις ώστε να αλλάξουν τον κόσμο γύρω τους, έστω και λίγο. Αυτή είναι η ιστορία του εργατικού κινήματος, του γυναικείου κινήματος, του αντιπολεμικού αγώνα, της δράσης των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες, του κινήματος των γκέι και των λεσβιών, του κινήματος των μαύρων του νότου.

Πέμπτον: Θυμηθείτε, ότι αυτοί που έχουν εξουσία και φαίνονται άτρωτοι, στην πραγματικότητα είναι αρκετά τρωτοί. Η εξουσία τους βασίζεται στην υποταγή των άλλων, και όταν αυτοί οι άλλοι αρνηθούν να υπακούσουν, όταν αψηφήσουν την εξουσία τους, τότε αυτή η ισχύς στην κορυφή της πυραμίδας αποδεικνύεται πολύ εύθραυστη. Οι στρατηγοί χάνουν τη δύναμή τους, όταν οι στρατιώτες τους αρνηθούν να πολεμήσουν, οι βιομήχανοι χάνουν τη δική τους δύναμη, όταν οι εργάτες τους παρατάνε τη δουλειά τους ή κάνουν κατάληψη στα εργοστάσια.

Έκτον: Όταν ξεχνάμε ότι η δύναμη των ισχυρών είναι εύθραυστη, μένουμε κατάπληκτοι σαν τους δούμε να κλονίζονται από μία επανάσταση. Στην εποχή μας, είχαμε αρκετές τέτοιες εκπλήξεις, τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε άλλες χώρες.

Έβδομο: Μην αποζητάτε στιγμή απόλυτου θριάμβου. Δείτε το σαν έναν συνεχή αγώνα, με νίκες και ήττες, που μακροπρόθεσμα καλλιεργεί τη συνείδηση των ανθρώπων. Γι’ αυτό οπλιστείτε με υπομονή και επιμονή. Καταλάβετε ότι, ακόμη και όταν δεν «νικάτε», αποκομίζετε ευχαρίστηση και προσωπική ολοκλήρωση από το γεγονός ότι αγωνιστήκατε μαζί με άλλους ωραίους ανθρώπους, για κάτι που άξιζε τον κόπο.

Εντάξει, επτά εγκάρδιες συμβουλές μού φαίνονται αρκετές.

Ο Howard Zinn είναι ιστορικός, θεατρικός συγγραφέας και κοινωνικός αγωνιστής που ζει στη Μασαχουσέτη.

Μετάφραση: Δημήτρης Κωνσταντίνου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες